ΚΑΣΤΡΟ
ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΞΗΡΑΣ (PORTA DI TERRA FERMA)
Σήμερα, φτάνοντας στο κάστρο, περνάμε την τάφρο του πάνω από το λιθόστρωτο μιας πέτρινης γέφυρας με δεκατέσσερα τόξα, που οδηγεί στην επιβλητική μνημειακή αψίδα της κύριας εισόδου του, την "Πύλη της ξηράς". Αυτή η αψίδα με τα Κορινθιακού τύπου κιονόκρανα κατασκευάστηκε στη Β' Βενετοκρατία από τον Antonio Lauretano, το 1714. Μέχρι τότε η "Πύλη της ξηράς" ήταν περίπου τριάντα μέτρα νοτιότερα. Σε αυτήν την παλαιότερη θέση, που διακρίνεται και σήμερα, υπήρχε μια ξύλινη "τεθλασμένη" γέφυρα, που το ένα τμήμα της ανέβαινε και κατέβαινε με αλυσίδες πάνω από την τάφρο, που ήταν βέβαια πολύ πιο στενή. Έτσι η πρόσβαση στο κάστρο ήταν πάντα ελεγχόμενη.
Η μνημειακή πύλη όταν κατασκευάστηκε, είχε στη μετώπη της σαν αττικό τη μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή για τον Antonio Lauretano. Στις παραστάδες της πύλης διακρίνονται ανάγλυφα δόρατα, ακόντια, σημαίες και κοντάρια λαβάρων, τα όπλα-σύμβολα του Francesco Morosini για την ισχύ της Βενετίας στο "Regno di Morea" στις αρχές του 18ου αι. Η αρχικά ξύλινη γέφυρα των Βενετών που ένωνε την καινούρια πύλη με την ξηρά απέναντι από την τάφρο, συμπληρώθηκε στη συνέχεια από τους Τούρκους, στις αρχές του 18ου αι., με μια σειρά από λιθόκτιστα βάθρα που πάνω τους στηριζόταν σταθερή ξύλινη φέρουσα κατασκευή.
Η πέτρινη γέφυρα ολοκληρώθηκε από τους Γάλλους στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος του στρατηγού N.J.Maison, από το 1828-1830. Τότε αυτή πρόσθεσαν λιθόκτιστα τόξα στα παλαιότερα βάθρα, ανέγειραν το στηθαίο της και αντικατέστησαν την ξύλινη κατασκευή με το λιθόστρωτο που βλέπουμε και σήμερα.
ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ LAURETANO (LOREDAN)
Στα ανατολικά της κύριας εισόδου βρίσκεται ο προμαχώνας Loredan. Ο προμαχώνας του στρατηγού Antonio Lauretano χτίστηκε στο τέλος της Β' Βενοτοκρατίας, το 1714 και δεσπόζει πάνω από την ανατολική πλευρά της τάφρου.
Στην κατασκευή του προμαχώνα Loredan ενσωματώθηκε σε αυτόν ο παλαιότερος, μικρός και ευπρόσβλητος, βορειοανατολικός προμαχώνας. Η οξεία γωνία του νέου προμαχώνα στα βορειοανατολικά, στην αρχή της τάφρου, είναι χτισμένη με μεγάλες ορθογώνιες πέτρες από λαξευμένο πωρόλιθο. Στη μέση της βόρειας πλευράς του προμαχώνα εντοιχίστηκε τότε μια λίθινη ανάγλυφη πλάκα με το φτεροτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και κάτω από αυτή μια άλλη μικρότερη, μαρμάρινη αναθηματική πλάκα για τον κατασκευαστή του προμαχώνα.
ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ GIOVANNI BEMBO
Μετά την απώλεια και της Κων/πόλης από τους Βυζαντινούς, ήταν θέμα χρόνου για τους Τούρκους η κατάκτηση και του Ελληνικού Δεσποτάτου στο Μυστρά. Η γερουσία της Βενετίας, για να διαφυλάξει τις κτήσεις της στη Μεσσηνία, πήρε στις 10 Δεκεμβρίου 1459 μια γενναία απόφαση να ενισχύσει τα οχυρά της. Αποφάσισε να διορίσει με απόλυτη δικαιοδοσία τον εξαίρετο μηχανικό Pietro Palmerio για να ενισχύσει το παλαιό πια βόρειο τείχος του κάστρου. Στην ίδια απόφαση, η γερουσία ζητούσε από τον Castellano (κυβερνήτη) Giovanni Bembo που έμελλε να συνδέσει το όνομά του τραγικά με τη Μεθώνη, διορίστηκε στις 14 Μαΐου 1459 και διαδέχτηκε τον Lodovico Contarini. Έφτασε εκεί με την οικογένειά του και σχεδόν ταυτόχρονα με το συμβούλιό του (Consigliere).
Ο υπεύθυνος μηχανικός Pietro Palmerio αποφάσισε να χτιστεί ένας μοντέρνος προμαχώνας που θα ισχυροποιούσε σημαντικά και τη Βορειοδυτική πλευρά του οχυρού. Αυτός που ανάλαβε να υλοποιήσει διοικητικά αυτήν την απόφαση ήταν ο Giovanni Bembo.Ακόμα και σήμερα μοιάζει με αρχιτεκτονικό θαύμα το πόσο απλά και σίγουρα ξεκινούν τα τείχη πάνω από το βράχο, σαν συνέχειά του. Το χτίσιμο με τις συμμετρικές, λειασμένες πέτρες που η καθεμιά τους τελειώνει με σκαλιστή μπορντούρα, και η συνοχή τους προκαλούν και σήμερα δικαιολογιμένα το θαυμασμό.
Ο προμαχώνας τελείωσε τον Οκτώβριο του 1460. Ο Giovanni Bembo, υπερβάλλοντας και επαιρόμενος, χαρακτηρίζει τον εαυτό του με το Ρωμαϊκό τίτλο του Pretore και κάτω από τα τρία οικόσημα, το δικό του στη μέση και των δύο συμβούλων στα πλάγια εντοιχίζει μια πλάκα στην ανατολική πλεύρα του νέου προμαχώνα με μια επιγραφή. Από αυτή την επιγραφή ο προμαχώνας πήρε το όνομα του Castellano Giovanni Bembo. Ο "απογειωμένος" Castellano, λίγους μήνες μετά την τοποθέτηση της επιγραφής δέχτηκε ένα εξαιρετικά σκληρό χτύπημα της μοίρας που τον ισοπέδωσε. Μια επιδημία πανώλης (πανούκλας) στη Μεθώνη πήρε τη γυναίκα του και την κόρη του. Ο τραγικός Castellano δεν μπορούσε πια να ζει στον τόπο που πριν από λίγο καιρό ήταν χώρος της δόξας του.
Σήμερα οι θυρεοί και η επιγραφή βρίσκονται στην ανατολική πλευρα του βορειοδυτικού προμαχώνα. Όμως ο θυρεός του Giovanni Bembo είναι αναποδογυρισμένος ανάμεσα σε αυτούς των δύο άλλων.
Σήμερα, φτάνοντας στο κάστρο, περνάμε την τάφρο του πάνω από το λιθόστρωτο μιας πέτρινης γέφυρας με δεκατέσσερα τόξα, που οδηγεί στην επιβλητική μνημειακή αψίδα της κύριας εισόδου του, την "Πύλη της ξηράς". Αυτή η αψίδα με τα Κορινθιακού τύπου κιονόκρανα κατασκευάστηκε στη Β' Βενετοκρατία από τον Antonio Lauretano, το 1714. Μέχρι τότε η "Πύλη της ξηράς" ήταν περίπου τριάντα μέτρα νοτιότερα. Σε αυτήν την παλαιότερη θέση, που διακρίνεται και σήμερα, υπήρχε μια ξύλινη "τεθλασμένη" γέφυρα, που το ένα τμήμα της ανέβαινε και κατέβαινε με αλυσίδες πάνω από την τάφρο, που ήταν βέβαια πολύ πιο στενή. Έτσι η πρόσβαση στο κάστρο ήταν πάντα ελεγχόμενη.
Η μνημειακή πύλη όταν κατασκευάστηκε, είχε στη μετώπη της σαν αττικό τη μεγάλη μαρμάρινη επιγραφή για τον Antonio Lauretano. Στις παραστάδες της πύλης διακρίνονται ανάγλυφα δόρατα, ακόντια, σημαίες και κοντάρια λαβάρων, τα όπλα-σύμβολα του Francesco Morosini για την ισχύ της Βενετίας στο "Regno di Morea" στις αρχές του 18ου αι. Η αρχικά ξύλινη γέφυρα των Βενετών που ένωνε την καινούρια πύλη με την ξηρά απέναντι από την τάφρο, συμπληρώθηκε στη συνέχεια από τους Τούρκους, στις αρχές του 18ου αι., με μια σειρά από λιθόκτιστα βάθρα που πάνω τους στηριζόταν σταθερή ξύλινη φέρουσα κατασκευή.
Η πέτρινη γέφυρα ολοκληρώθηκε από τους Γάλλους στρατιώτες του εκστρατευτικού σώματος του στρατηγού N.J.Maison, από το 1828-1830. Τότε αυτή πρόσθεσαν λιθόκτιστα τόξα στα παλαιότερα βάθρα, ανέγειραν το στηθαίο της και αντικατέστησαν την ξύλινη κατασκευή με το λιθόστρωτο που βλέπουμε και σήμερα.
ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ LAURETANO (LOREDAN)
Στα ανατολικά της κύριας εισόδου βρίσκεται ο προμαχώνας Loredan. Ο προμαχώνας του στρατηγού Antonio Lauretano χτίστηκε στο τέλος της Β' Βενοτοκρατίας, το 1714 και δεσπόζει πάνω από την ανατολική πλευρά της τάφρου.
Στην κατασκευή του προμαχώνα Loredan ενσωματώθηκε σε αυτόν ο παλαιότερος, μικρός και ευπρόσβλητος, βορειοανατολικός προμαχώνας. Η οξεία γωνία του νέου προμαχώνα στα βορειοανατολικά, στην αρχή της τάφρου, είναι χτισμένη με μεγάλες ορθογώνιες πέτρες από λαξευμένο πωρόλιθο. Στη μέση της βόρειας πλευράς του προμαχώνα εντοιχίστηκε τότε μια λίθινη ανάγλυφη πλάκα με το φτεροτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και κάτω από αυτή μια άλλη μικρότερη, μαρμάρινη αναθηματική πλάκα για τον κατασκευαστή του προμαχώνα.
ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ GIOVANNI BEMBO
Μετά την απώλεια και της Κων/πόλης από τους Βυζαντινούς, ήταν θέμα χρόνου για τους Τούρκους η κατάκτηση και του Ελληνικού Δεσποτάτου στο Μυστρά. Η γερουσία της Βενετίας, για να διαφυλάξει τις κτήσεις της στη Μεσσηνία, πήρε στις 10 Δεκεμβρίου 1459 μια γενναία απόφαση να ενισχύσει τα οχυρά της. Αποφάσισε να διορίσει με απόλυτη δικαιοδοσία τον εξαίρετο μηχανικό Pietro Palmerio για να ενισχύσει το παλαιό πια βόρειο τείχος του κάστρου. Στην ίδια απόφαση, η γερουσία ζητούσε από τον Castellano (κυβερνήτη) Giovanni Bembo που έμελλε να συνδέσει το όνομά του τραγικά με τη Μεθώνη, διορίστηκε στις 14 Μαΐου 1459 και διαδέχτηκε τον Lodovico Contarini. Έφτασε εκεί με την οικογένειά του και σχεδόν ταυτόχρονα με το συμβούλιό του (Consigliere).
Ο υπεύθυνος μηχανικός Pietro Palmerio αποφάσισε να χτιστεί ένας μοντέρνος προμαχώνας που θα ισχυροποιούσε σημαντικά και τη Βορειοδυτική πλευρά του οχυρού. Αυτός που ανάλαβε να υλοποιήσει διοικητικά αυτήν την απόφαση ήταν ο Giovanni Bembo.Ακόμα και σήμερα μοιάζει με αρχιτεκτονικό θαύμα το πόσο απλά και σίγουρα ξεκινούν τα τείχη πάνω από το βράχο, σαν συνέχειά του. Το χτίσιμο με τις συμμετρικές, λειασμένες πέτρες που η καθεμιά τους τελειώνει με σκαλιστή μπορντούρα, και η συνοχή τους προκαλούν και σήμερα δικαιολογιμένα το θαυμασμό.
Ο προμαχώνας τελείωσε τον Οκτώβριο του 1460. Ο Giovanni Bembo, υπερβάλλοντας και επαιρόμενος, χαρακτηρίζει τον εαυτό του με το Ρωμαϊκό τίτλο του Pretore και κάτω από τα τρία οικόσημα, το δικό του στη μέση και των δύο συμβούλων στα πλάγια εντοιχίζει μια πλάκα στην ανατολική πλεύρα του νέου προμαχώνα με μια επιγραφή. Από αυτή την επιγραφή ο προμαχώνας πήρε το όνομα του Castellano Giovanni Bembo. Ο "απογειωμένος" Castellano, λίγους μήνες μετά την τοποθέτηση της επιγραφής δέχτηκε ένα εξαιρετικά σκληρό χτύπημα της μοίρας που τον ισοπέδωσε. Μια επιδημία πανώλης (πανούκλας) στη Μεθώνη πήρε τη γυναίκα του και την κόρη του. Ο τραγικός Castellano δεν μπορούσε πια να ζει στον τόπο που πριν από λίγο καιρό ήταν χώρος της δόξας του.
Σήμερα οι θυρεοί και η επιγραφή βρίσκονται στην ανατολική πλευρα του βορειοδυτικού προμαχώνα. Όμως ο θυρεός του Giovanni Bembo είναι αναποδογυρισμένος ανάμεσα σε αυτούς των δύο άλλων.
Ο ΠΟΡΦΥΡΟΣ ΓΡΑΝΙΤΕΝΙΟΣ ΚΙΟΝΑΣ
Στο υπερυψωμένο πλάτωμα της πλατείας των όπλων, μπροστά από το "παλάτι" του κυβερνήτη της Μεθώνης, στην πλευρά του εξωτερικού "οικιστικού" περιβόλου, στέκεται ένας μονολιθικός κίονας από ερυθρωπό γρανίτη και φθαρμένο γοτθικού τύπου κιονόκρανο, γνωστός και σαν η "στήλη του Morosini". Πάνω στο κιονόκρανο, σε ανατολικοδυτική διεύθυνση, φένεται ακουμπισμένη, ξένη από την αρχική κατασκευή, μια επίπεδη πλάκα με πάχος λίγο λιγότερο από 10 εκ. και περιμετρική ανάγλυφη διακόσμηση. Το ύψος της γρανιτένιας στήλης είναι 3,65 μ. και η διάμετρός της περίπου 90 εκ.. Η στήλη προέρχεται από το ναυάγιο των κιόνων, κοντά στο βόρειο ακροτήριο της Σαπιέντζας. Αποτελεί ένα κομμάτι κάποιου από τους δώδεκα, αρχικά οκτάμετρους, κίονες του ναυαγίου. Φαίνεται ότι μετά την απελευθέρωση και την παράδοση του κάστρου από τους Γάλλους στρατιώτες του Maison στους Έλληνες και μέχρι το 1930, όταν η Αθηνά Ταρσούλη σε ένα σκίτσο της απεικόνισε τη στήλη και το κιονόκρανο με την πλάκα πάνω του, δηλαδή στην ίδια κατάσταση που βρίσκονται και σήμερα, κάποιος άγνωστος, ακούμπησε αυτή την πλάκα με τα λιθανάγλυφα βενετικά οικόσημα πάνω στο κιονόκρανο.
Το 1841 ο Jean-Alexandre Buchon, όπως αναφέρει στο "La Grece continentale et la Moree", διαβάζοντας περιμετρικά την επιγραφή με περισσότερη φαντασία, την απέδωσε σε μια επανανάθεση του κίονα προς τιμήν του Francesco Morosini. Αυτή η ανάγνωση είναι λανθασμένη. Κι αυτό γιατί αν υποθέσουμε, σύμφωνα με τον Buchon, ότι η στήλη ανατέθηκε με αυτή την επιγραφή στον Francesco Morosini, αυτό φυσικά θα πρέπει να έγινε αμέσως μετά τη θριαμβευτική κατάκτηση της Μεθώνης το 1686. Όμως ο Buchon αναφέρει από την ανάγνωση της επιγραφής τη χρονολογία 1483. Ακόμη κατά τον Buchon ο Morosini επανατοποθέτησε τη στήλη μετά την κατάκτηση της Μεθώνης. Όμως εδώ ο Buchon αγνοεί τη σαφή περιγραφή της στήλης από τον Τούρκο περιηγητή Evliya Celebi το 1668 και ακόμη παραβλέπει ή αγνοεί ότι, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, οι Βενετοί θα απαθέωναν το Morosini χρησιμοποιώντας, όπως και αλλού, το επίσημο όνομά του στη λατινική γραφή του : "Francisco Maurogeno Peloponnesiaco".
Ο Buchon, όμως, με τη λανθασμένη ανάγνωση της περιμετρικής επιγραφής, ήταν αυτός που ονομάτισ ετον κίονα ως "στήλη του Morosini". Αν λοιπόν ο Leake, το 1805, δεν αναφέρει όνομα για τον γρανιτένιο κίονα ή αν το όνομα που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς είναι αυτό των Τούρκων δηλαδή το "άγιο σκυλί", τότε το όνομα "στήλη του Morosini" προέκυψε από την ανάγνωση του Buchon το 1841 και είναι αυτό που επικράτησε και στον ντόπιο πληθυσμό μέχρι τις μέρες μας. Σε μια σημερινή προσπάθεια για την ανάγνωση της επιγραφής, τα αποτελέσματα είναι πολύ φτωχά.
Απ’ότι φαίνεται λοιπόν, ο γρανιτένιος κίονας με το γοτθικό κιονόκρανο ήταν ένα μνημείο που αφορούσε την εποχή της οχύρωσης της Modon, μετά την κατάλυση του ελληνικού Δεσποτάτου του Μοριά το 1460 και λίγο πριν την τελική τουρκική επίθεση του1500. Το λιοντάρι, που φαίνεται ότι υπήρχε τότε πάνω της, ήταν ένα δείγμα της βενετικής κυριαρχίας που εμψύχωνε τους κατοίκους της Modon, τιμώντας τους οχυρωτές διοικητές της. Ανάλογες τέτοιες στήλες είχαν στηθεί από τους Βενετούς σε πολλές πόλεις της επικράτειάς τους, αλλά και στην ίδια τη Βενετία.
Στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του επιστήλιου διακρίνεται μια απεικόνιση του Λέοντος της Βενετίας, σε στάση “in maestro ή in moleca”. Πρόκειται για μια απεικόνιση διαφορετική από τις rampante ή passante που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Βενετοί και είναι ένας θρησκευτικός παραλληλισμός του φτερωτού λιονταριού του Αγίου Μάρκου με τον κοινό κάβουρα, που όταν αλλάζει το καβούκι του η πλάτη του είναι μαλακή αλλά προοδευτικά σκληραίνει.
Στη λοξή πλευρά της πλάκας που προεξέχει πάνω από το κιονόκρανο στα ανατολικά, διακρίνονται τρεις θυρεοί που πρέπει να αποδοθούν σε μια τριάδα διοικητών του κάστρου της Μεθώνης, δηλαδή σε κάποιον castellano και στους consiglieri του, που μετά από κάποια σημαντική πράξη τους «δοξάστηκαν» έτσι από τους συμπολίτες τους στη Modon. Παρατηρώντας τους θυρεούς, με μεγάλη ευκολία διακρίνουμε στα δεξιά αυτόν των Bembo. Ακόμα, στα αριστερά διακρίνεται ένας θυρεός με μια οριζόντια ζώνη στη μέση του που είναι ίδιος με αυτόν, στα δεξιά της τριάδας των θυρεών, στα ανατολικά του προμαχώνα Bembo. Ο μεσαίος θυρεός από αυτή την τριάδα, λόγω της σημαντικής φθοράς, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί.
Ο πρώτος θυρεός στη σειρά, στα αριστερά της τριάδας, σύμφωνα με τον Π. Φουτάκη είναι ο θυρεός των Foscolo. Ένας ακόμη ίδιος θυρεός των Foscolo, με μια οριζόντια ταινία στη μέση του, χτισμένος στο πλάι σε θέση δεύτερης χρήσης, υπάρχει στο κάστρο, στην εσωτερική πύλη του νότιου πύργου στην ανακατασκευασμένη πύλη της θάλασσας (Porta di San Marco). Έτσι, ο θυρεός των Foscolo περιορίζει τους υποψήφιους consiglieri, σε ένα μόνο συνδυασμό, αυτό των Foscolo-Bembo, που πράγματι υπήρξε στη Modon το 1934. Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, castellano ήταν τότε ο Nicolo Valaresso και σε αυτόν πρέπει να ανήκει ο μη αναγνωρίσιμος σήμερα κεντρικός θυρεός. Αγνοείται η αρχική θέση της πλάκας, όμως, όπως κι αν ήταν, και αυτή η πλάκα δείχνει κάτι από το μεγαλείο της βενετικής Modon.
ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ (ΧΑΜΑΜ)
Περνώντας ανάμεσα στα ερείπια του παλιού οικισμού, που ήταν πολύ πυκνοκατοικημένος, συναντάμε και δυο θολοσκέπαστα τουρκικά λουτρά, που χρονολογούνται στην περίοδο της α’ τουρκοκρατίας. Είναι δυο από τα χαμάμ που περιγράφει ο Τούρκος περιηγητής Celebi.
Τα κτήρια των τουρκικών λουτρών βρίσκονται στη δυτική πλευρά του δρόμου της αγοράς, το πρώτο στα νότια και ανατολικά του ιερού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και το δεύτερο απέναντι από τα ερείπια του «πεσμένου» βυζαντινού ναού και τη βάση του μισογκρεμισμένου μιναρέ. Πρόκειται για δυο ομοειδή κτήρια, που αποτελούνται από πέντε μικρότερους χώρους, που ο καθένας είχε και διαφορετική χρήση: αποδυτήρια, αίθουσα ντους, ζεστή και χλιαρή αίθουσα και έναν μικρό ημιαίθριο χώρο για τη φωτιά, που ζέσταινε το νερό που κυκλοφορούσε με σύστημα κεραμικών αγωγών στους τοίχους του κτίσματος.
Σήμερα, μέσα στους τοίχους των λουτρών είναι ορατοί οι αγωγοί, που από λεπτούς πόρους διοχέτευαν το νερό για την παραγωγή υδρατμών στην κεντρική αίθουσα. Ακόμα, είναι χαρακτηριστικά τα μικρά στρογγυλά ανοίγματα στους θόλους της οροφής που χρησίμευαν για την εκτόνωση των υδρατμών από τις αίθουσες του λουτρού. Φυσικά, οι μικρές αίθουσες επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μικρές τοξωτές πόρτες. Ψηλά και περιμετρικά στους τοίχους, στο εσωτερικό της κεντρικής αίθουσας, είναι χαρακτηριστικές οι τοξωτές αψίδες που φαίνονται σα να στηρίζουν τους θόλους.
Το χαμάμ για τους μουσουλμάνους ήταν χώρος κοινωνικών επαφών και ψυχαγωγίας και ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη θρησκεία τους.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Στο εσωτερικό του κάστρου και στα ανατολικά του κυρίου δρόμου, στο δρόμο που οδηγούσε στην Porta del Mandrachio και στη βόρεια πλευρά του, υπήρχε ένα μεγάλο διώροφο κτήριο, με δυο πλευρικές πτέρυγες και κεντρική αυλή, που ήταν το νοσοκομείο της οχυρής καστροπολιτείας.
Η είσοδος στον όροφό του γινόταν από δυο σκάλες που ξεκινούσαν από την κεντρική αυλή και ανέβαιναν παράλληλα με τις πτέρυγες στον όροφο του νοσοκομείου. Σήμερα, μόνο μικρά υπολείμματα των τειχών του ισογείου της νοτιοδυτικής πτέρυγας και οι κάμαρές στις δυο παράλληλες πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στον όροφό του κάνουν διακριτή τη θέση του νοσοκομείου της Μεθώνης. Μέχρι το 1423, το τοπικό νοσοκομείο, που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη και πρόσφερε ιατρική βοήθεια στους ταξιδιώτες εμπόρους ή προσκυνητές, βρισκόταν έξω από το κάστρο στο τειχισμένο προάστιο των Ελλήνων, στο burgo της Modon. Τον Αύγουστο του 1423, η Σύγκλητος της Βενετίας διέταξε τον castellano της Modon, Jacopo Erizzo, να πάρει αυτό το κοινωφελές ίδρυμα στην δική του ευθύνη. Λίγο αργότερα θα πρέπει να μεταστεγάστηκε το νοσοκομείο από το burgo στον κυρίως οικιστικό χώρο του κάστρου.
ΝΑΟΙ
Ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο, στη νότια πλευρά του δρόμου, διακρίνονται τα ερείπια ενός «πεσμένου» βυζαντινού ναού. Εδώ επίσης, μέσα στην πυκνή βλάστηση, υπάρχουν και τμήματα μαρμάρινων κιόνων που μπορεί να ανήκαν στον αρχαίο ναό της ανεμώτιδος Αθηνάς που αναφέρει και ο Μικρασιάτης περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα, Παυσανίας.
Πάνω στον αρχαίο ναό, στα ανατολικά του κάστρου, φαίνεται ότι οι βυζαντινοί έχτισαν, κατά πάγια τακτική τους, τη βασιλική της Αγίας Σοφίας, χρησιμοποιώντας αρχαία υλικά. Στην α΄ βενετοκρατία ο ναός μετονομάστηκε σε καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ( San Giovanni Evangelista). Αυτό τεκμαίρεται και από τα έγγραφα των νοταρίων του ΙΔ’ και ΙΕ’ αιώνα. Σ΄αυτά τα έγγραφα απαντάται ο ναός ως καθεδρικός ναός της Μεθώνης το 1372. Δίπλα στα ερείπια, υπάρχει η βάση του μιναρέ από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί το 1500, από τον σουλτάνο Bayezit II. Η ανέπιλστη για όλους εκπόρθηση των τειχών της Μεθώνης το 1500 έγινε μετά την εγκατάλειψη της φύλαξής τους από τους φρουρούς τους, που ενθουσιασμένοι έτρεξαν όλοι μαζί στο λιμάνι του Mandrachio για να υποδεχτούν τις ενισχύσεις που είχαν φτάσει με πλοίο από τη Βενετία. Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Όταν έσβησε η πυρκαγιά, ο ναός του San Giovanni Evangelista επισκευάστηκε και μετατράπηκε σε τζαμί και οι πλευρικοί τοίχοι του ενισχύθηκαν με λιθόκτιστες αντηρίδες. Αυτό ήταν το τζαμί του Bayezit Veli.
Το δεύτερο τζαμί που αναφέρει ο Celebi, αυτό του σουλτάνου Murat III, βρισκόταν στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Η θέση του ναού είναι σαφής και στο σχέδιο της πόλης του 1686, δηλαδή αμέσως μετά την κατάληψή της από τις δυνάμεις του Francesco Morosini, τότε που το τζαμί μετατράπηκε και πάλι σε χριστιανικό ναό. Στην ίδια θέση εντοπίζεται ο ναός και στο υπόμνημα του « γενικού σχεδίου του φρουρίου Μεθώνης και των εν αυτώ οικοδομηθησομένων σωφρονιστικών φυλακών και των λοιπών αναγκαιουσών οικοδομών» του ιππότη Appert που είχε υποβληθεί για έγκριση στη Βουλή το 1856, όπου αναφέρεται ο ναός σαν «ανακαινισθησόμενος». Από τις γκραβούρες των διάφορων καλλιτεχνών που πέρασαν κατά καιρούς από τη Μεθώνη θα μπορούσε, με σχετική ασφάλεια, να συμπεράνει κανείς ότι ήταν ένας τρίκλιτος ξυλόστεγος ναός με ανάμεικτα ευρωπαϊκά και ανατολίτικα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.
Στην νοτιοανατολική γωνία του ναού και μέχρι τα τείχη υπάρχει ένα μικρό πλάτωμα που προστατεύει από τις άλλες τρεις πλευρές του από αναληματικούς τοίχους περίπου ενός μέτρου. Το μικρό πλάτωμα ήταν θέση πυροβολικού και είχε ιδιαίτερη στρατηγική αξία, αφού ακριβώς κάτω από αυτό και στο εξωτερικό του οχυρού ξεκινούσε το κυρίως λιμάνι, το Mandrachio ή porto piccolo της Μεθώνης. Σήμερα, κάτω από το μικρό πλάτωμα, κάθετα στα τείχη, ξεκινάει ο μεγάλος πέτρινος μόλος, οι «Ασπράδες». Στη μέση του μόλου διακρίνεται ακόμα μία ρωμαϊκή μαρμάρινη κολώνα, που ήταν μια από τις δέστρες στην άκρη του παλιού μόλου. Έτσι, το posto San Filipo επιτηρούσε την είσοδο στο παλιό λιμάνι και απέτρεπε κάθε σκέψη για εχθρικές προσεγγίσεις σε αυτό.
ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗ
Στα ανατολικά του κεντρικού δρόμου της αγοράς και πιο κάτω από την porta del Mandachio, εκεί που το εξωτερικό τείχος «στρίβει» για την νότια πύλη, στέκεται το ερείπιο ενός πύργου που την εποχή του Ιμπραήμ ήταν τζεπχανές (αποθήκη πυρομαχικών). Αυτός ο νότιος πύργος, δίπλα στη βασιλική ταράτσα και την πύλη της θάλασσας, που σήμερα η οροφή του φαίνεται να χάσκει προς τον ουρανό, είναι ο πύργος που ανατινάχτηκε το 1825 από την επίθεση εγώ των πυρπολικών του Ανδρέα Μιαούλη. Ακόμα και σήμερα, ανάμεσα στα χαλάσματα που εξακολουθούν να στέκονται όρθια, διακρίνονται οι καπνισμένες και καμένες από την έκρηξη πέτρες, κυρίως στα νότια του διθάλαμου πύργου. Στη νοτιοδυτική πλευρά της οροφής του, πάνω από την αψίδα της αντίστοιχης εισόδου του, διακρίνονται ακόμα «μετέωρα» λίγα λίθινα σκαλοπάτια που φαίνεται ότι οδηγούσαν τους σκοπούς από τα μπεντένια στις επάλξεις του πύργου. Στην νοτιοδυτική πλευρά του πύργου υπά ρχει το υπόλειμμα μιάς αψίδας αυτής της εξωτερικής λίθινης σκάλας. Στη συνέχεια αυτής της πλευράς, πίσω από τις χοντρές επάλξεις του κάστρου που «στρίβουν» για τη νότια πύλη, υπάρχει, στο ύψος των περιπολίων, ακόμα ένα μικρό τετράπλευρο πλάτωμα, μία άλλη θέση πυροβολικού, που οριοθετείται στις τρεις πλευρές του από αναλημματικούς τοίχου περίπου ενός έως ενάμιση μέτρου.
Φθάνοντας στη νότια πύλη, συναντάμε την ανακατασκευασμένη πύλη της θάλασσας (porta di San Marco) με τους δύο δεκαεξάμετρους «δίδυμους» πύργους και την «βασιλική ταράτσα». Η εξέδρα έχει μήκος 18 μέτρα και πλάτος 6. Η αρχική βενετική πύλη έχει καλυφθεί στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική πλευρά της από προσκτίσματα που αλλοίωσαν την αρχική εμφάνισή της και στήριξαν πάνω τους την ταράτσα και τους δύο χώρους στο ύψος των επάλξεων. Η αρχική πύλη (San Marco) είναι ορατή και σήμερα, στο εσωτερικό της σημερινής πύλης. Πάνω στο υπερθυρό της διακρίνεται μια σύνθεση με τρία αρκετά φθαρμένα, λιθανάγλυφα λιοντάρια- εμβλήματα της α’ βενετοκρατίας.
Το κεντρικό λιοντάρι, που είναι και το μεγαλύτερο, «βλέπει» στα δυτικά και τυπικό της στάσης «andante». Στα άλλα δύο μικρότερα εμβλήματα, τα λιοντάρια στέκονται στα πίσω πόδια, σε στάση «rampante», και «βλέπουν» το μεγάλο κεντρικό λιοντάρι. Στις παραστάδες της αρχικής πύλης υπήρχαν, λαξευμένα στον πωρόλιθο, κιονόκρανα, που σήμερα μόλις διακρίνονται. Η στήριξη του κυβόλιθου του δυτικού λιονταριού φαίνεται να είναι εντελώς αβέβαιη και επισφαλής, μια και αυτός ο σχετικά μεγάλος κυβόλιθος δεν φαίνεται να στηρίζεται σίγουρα.
Η αρχική πύλη έδωσε πολλούς κυβόλιθους για την κατασκευή των παραστάδων της εσωτερικής πλευράς της ανακατασκευασμένης πύλης της β’ τουρκοκρατίας. Μετά τη ανακατασκευή, η πύλη της θάλασσας έκλεινε με κατακόρυφα κινούμενη πόρτα, που ανέβαινε σχεδόν μέχρι το δάπεδο της ταράτσας της κορυφής. ΟΙ πλευρικοί οδηγοί της πόρτας είναι ευδιάκριτοι ανάμεσα στην αρχική πύλη και την νεότερη εξωτερική επένδυση, σαν κάθετες εγκοπές στις δύο πλευρές της πύλης.
Ο ανατολικός από τους δύο πύργους έχει στον πρώτο του όροφο ένα δωμάτιο με τρία τοξωτά παράθυρα που ελέγχουν το Στενό της Μεθώνης. Στον δυτικό πύργο, το αντίστοιχο δωμάτιο είναι μικρότερο και έχει, αρκετά ψηλότερα από το λιθόστρωτο πάτωμά του, δύο μικρά τοξωτά ανοίγματα-φωταγωγούς και φαίνεται πως χρησίμευε για κατάλυμα της φρουράς. Στο πέτρινο δάπεδο αυτού του χώρου κατεβαίνει κανείς με 5 σκαλοπάτια. Όμως, στο ύψος της εισόδου και περιμετρικά, είναι εμφανής η θέση κάποιου ξύλινου πατώματος που προφανώς διευκόλυνε και την παρατήρηση από τα δύο μικρά παράθυρα. Ο χώρος κάτω από το ξύλινο πάτωμα φαίνεται πως χρησίμευε σαν αποθήκη για τα εφόδια της φρουράς.
Στην εξωτερική πλευρά αυτού του πύργου υπάρχει μια στενή σκάλα, που τα 23 λίθινα σκαλιά της οδηγούν στην ταράτσα της πύλης. Στην εσωτερική πλευρά της πύλης, υπάρχουν δύο παραστάδες που προστέθηκαν σε αυτήν από τους Τούρκους το 18 αιώνα. Σε αυτές διακρίνονται, σε ύψος περίπου 1 μέτρου από το έδαφος, δύο κυβόλιθοι με θυρεούς, από την αρχική βενέτικη πύλη. Η ταυτοποίηση των θυρεών, λόγω της σημαντικής φθοράς, θα πρέπει να θεωρηθεί αδύνατη. Το αξιοπρόσεκτο αυτής της χρήσης είναι ότι οι κυβόλιθοι με τους θυρεούς έχουν τοποθετηθεί από τους Τούρκους σε οριζόντια θέση. Αν δεχθούμε ότι αυτή η τοποθέτηση δεν έγινε τυχαία, για λόγους στατικής, από τον Τούρκο χτίστη, αλλά κρύβει μια σημειολογία, όπως προτείνει ο Παναγιώτης Φουτάκης, τότε και οι δύο θυρεοί τοποθετήθηκαν σε οριζόντια θέση, επειδή οι Τούρκοι ήθελαν έτσι να τονίσουν την ήττα της Βενετίας και το θάνατο των οικογενειών των αξιωματούχων της.
ΜΠΟΥΡΤΖΙ
Βγαίνοντας από την πύλη της θάλασσας, πάνω από το πέτρινο τριπλό τοξωτό γεφύρι, ανακατασκευασμένο στο τέλος της δεκαετίας του 1960 υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Νικολάου Γιαλούρη, φθάνουμε στα βράχια του Μόθωνα Λίθου, στο οκταγωνικό κτήριο με το θόλο και τα μπεντένια, το μπούρτζι της Μεθώνης, που θυμίζει έντονα τους τουρκικούς πύργους του Yedi-kule της Κωνσταντινούπολης και του Rumili-Hissar στο Βόσπορο. Η κατασκευή και η εμφάνιση του πύργου δείχνουν ότι πρόκειται για έργο της Α’ τουρκοκρατίας και, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Evliya Celebi, χρονολογείται από την εποχή του Suleyman I του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566), λίγο μετά την κατάληψη της βενετικής Modon. Το πολύπαθο μπούρτζι, αυτός ο ανεξάρτητος πύργος του κάστρου της Μεθώνης, ήταν κάποτε ένα απλό οχυρωματικό έργο, φάρος ή φανός. Μετά την έλευση του Ιμπραήμ το 1825, έγινε το απάνθρωπο κολαστήριο των Τούρκων, πύργος –φυλακή και «φονιάς» για πολλούς ταλαίπωρους και άρρωστους φυλακισμένους, που μέσα στο σκοτάδι και τα θαλασσόνερα που έμπαιναν από τις χαραμάδες, εκλιπαρούσαν για τον αποκεφαλισμό τους, παρά για τη συνέχιση της εδώ φυλάκισής τους. Εδώ, τον Οκτώβριο του 1825, νικημένος από τις κακουχίες και τη χολέρα, αιχμάλωτος του Ιμπραήμ, πέθανε και ο «Άγιος Μεθώνης», Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, αυτός ο ιερωμένος που σήκωσε τη σημαία της λευτεριάς σε όλη την περιοχή. Το πτώμα του ρίχτηκε στα αφρισμένα κύματα του «Μόθωνα Λίθου» και χάθηκε στα ρεύματα του Στενού της Μεθώνης.
Ένας μόλος που ξεκινούσε από τη θέση που βρίσκεται το μπούρτζι έφθανε μέχρι τη μικρή μαρμάρινη κολώνα-δέστρα στη μέση περίπου του νεότερου πέτρινου μόλου, «των Ασπράδων». Υπολείματα του παλιού μόλου διαγράφονται σαν ύφαλοι, μπροστά στο μπούρτζι, σε δύο σειρές με συνολικό πλάτος 7 μέτρων, παράλληλα με την νοτιονανατολική πλευρά των τειχών. Μπροστά από την είσοδο στο μπούρτζι και στα βορειοανατολικά, απλώνεται το τεχνικό λιμάνι της Modon, που κατασκεύασαν οι Βενετοί στα χρόνια της α’ βενετοκρατία . Όμως, το λιμάνι της αρχαίας Μοθώνης, που απεικονίζεται και σε νομίσματα της ρωμαϊκής εποχής, όπως και αυτό της μεσσαιωνικής Modon δεν ήταν ποτέ ασφαλές, αφού ήταν πάντοτε εκτεθειμένο στους ισχυρούς νοτιοδυτικούς ανέμους του Ιονίου. Οι Βενετοί, έχοντας εντοπίσει το πρόβλημα, προσπάθησαν να το λύσουν με τη δημιουργία του τεχνιτού λιμανιού της Modon, κατασκευάζοντας τον ημικυκλικό μόλο.
Αρχικά, η κατασκευή στηρίχθηκε σε τεχνικές που είχαν εφαρμοστεί νωρίτερα στη βενετική λιμνοθάλασσα. Έτσι, ξύλινα κασόνια, γεμάτα με πέτρες και χαλίκια, ποντίστηκαν και δέθηκαν με σιδερένιες αλυσίδες ανάμεσα σε σειρές από ξύλινους πασσάλους. Όμως αυτή η κατασκευή είχε δυο ατέλειες. Η πρώτη ήταν ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί συνδετικό κονίαμα, που για την εποχή ήταν η pozzolana, ανάμεσα στα κασόνια, και η δεύτερη ότι τα κασόνια δεν είχαν τοποθετηθεί δε στερεό θεμέλιο από χαλίκια και πέτρες, αλλά κατευθείαν πάνω στο λασπώδη βυθό του όρμου της Μεθώνης. Έτσι η καταστροφή του μόλου από την πίεση των θαλάσσιων ρευμάτων και των κυμάτων ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Η ίδια ζημιά έγινε και στη Βενετία.
Και αφού ο γαρμπής, αλλά και ο σορόκος, συνέχιζαν να καταστρέφουν τα βενετσιάνικα έργα, η Σύγκλητος πήρε την απόφαση να προστατεύσει το μόλο με μεγάλους ογκόλιθους που βύθισε στην εξωτερική πλευρά του. Αυτοί οι ογκόλιθοι προστάτευαν το μόλο με τους πασσάλους από την ένταση των κυμάτων, καθώς και από τη μετακίνηση άμμου στη βάση του. Όμως, και αυτό το μέτρο με τη βύθιση ογκολίθων σε πιθανά ευένδοτα σημεία, όσες φορές και να επαναλήφθηκε, δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, όμως, μετά και την επισκευή του 1480, ο μόλος ήταν μια εντυπωσιακή κατασκευή στη Modon.
Ο ημικυκλικός δρόμος του μόλου πάνω από τα βυθισμένα κασόνια ήταν λιθοστρωμένος και εντυπωσιακό. Όσο όμως και αν προσπαθούσαν οι Βενετοί, ο μόλος δεν στέριωνε. Το 1487, η Σύγκλητος αναφέρεται και πάλι στην κακή κατάσταση του μόλου μετά από μια καταιγίδα. Όπως είναι φυσικό, αυτός ο ασταθής μόλος δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τα εμπορικά πλοία και από τις γαλέρες των προσκυνητών, που, όπως ξέρουμε από πολλούς από αυτούς, ήταν αναγκασμένοι να αποβιβάζονται με μικρές βοηθητικές βάρκες, αφού τα πλοία τους αγκυροβολούσαν έξω από το μόλο, στην ανατολική πλευρά του.
ΜΟΛΟΣ-ΑΣΠΡΑΔΕΣ
Μετά την κατάληψη της Modon από τους Τούρκους το 1500, οι προσπάθειες συντήρησης του μόλου ατόνησαν. Η εγκατάλειψη της συντήρησης του λιμανιού από τους Τούρκους, έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα του λιμανιού. Το «πνίξιμο» και το ξεβάθεμά του από τη λάσπη. Λόγω αυτού του προβλήματος, ο portolano Parma-Magliabecchi των αρχών του 15ου αιώνα συστήνει τη χρήση του ξέβαθου εσωτερικού του τεχνητού λιμανιού της Modon μόνο από μικρά πλοία. Το πρόβλημα είχε εντοπιστεί και από τη βενετική Σύγλκητο το1425. Έτσι, διέταξε το μηχανικό που εργαζόταν στο λιμάνι της Candia (Ηράκλειο) στην Κρήτη, να μετακινηθεί στη Modon και, αν νόμιζε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις μηχανές εσκαφής που χρησιμοποιούσε στην Κρήτη, να τις μεταφέρει στη Modon. Τόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα από τη λάσπη στη Modon, που η Σύγκλητος αποφάσισε ότι αν ο μηχανικός χρειαζόταν ακόμα πιο εξειδικευμένα εργαλεία, θα είχε τη βοήθεια από το ναύσταθμο της Βενετίας. Το πρόβλημα δεν λύθηκε. Τόσο, που τον Μάρτιο του 1477, ο ναύαρχος του βενετικού στόλου και ο castellano της Modon Marco da Leze γράφουν στη Βενετία ότι, λόγω των ισχυρών καταιγίδων της προηγούμενης χρονιάς, το λιμάνι ήταν «πνιγμένο» από τη λάσπη, τόσο που δεν μπορούσαν να μπούν σε αυτό ούτε οι πολεμικές γαλέρες που είχαν καρίνα 2 μέτρα. Αυτή η λάσπη δεν εγκατέλειψε ποτέ το τεχνικό λιμάνι.
Ο νέος μόλος έγινε το 1880 από κάποια ιταλική εταιρία και ήταν εξαιρετικά επιβλαβής για την πλευστότητα του όρμου, αλλά και την εμφάνιση του κάστρου. Η θάλασσα έγινε ξέβαθη και κατάλληλη για ελλιμενισμό πλοίων. Αυτός ο «καινούργιος» πέτρινος μόλος με τα καρφωμένα στην πλάτη του κανόνια, «οι Ασπράδες», λειτούργησε σαν κυματοθραύστης. Η θάλασσα που έφθανε μέχρι τις «ρίζες» του κάστρου και την τάφρο της βόρειας πλευράς, χωρίς πάντως να καταφέρνει να ενώσει το Ιόνιο με το λιμάνι, δεν μπορούσε πια να πλησιάσει το οχυρό. Οι προσχώσεις και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις ήταν πολλές και τώρα η ανατολική πλευρά του κάστρου έχει την ιδιόμορφη σκληρή αμμουδιά της για τους παραθεριστές και του ψαράδες της.
COLONIE DE MODON
Επιστρέφοντας από το μπούρτζι στον περίβολο του κάστρου, θα ξαναμπούμε στο μεγάλο πλάτωμα. Από εκεί μπορούμε να ανεβούμε στις επάλξεις, στα μπεντένια της ανατολικής πλευράς. Κατεβαίνοντας, προσπερνάμε κάποια ταπεινά ερείπια ενός μεγαλόπνοου σχεδίου του Γάλλου εραστή της Μεθώνης, του ιππότη Appert. Είναι το τετράπλευρο κτίσμα, που φαίνεται να ξεκινάει παράταιρα μπροστά από τη νότια πύλη με κατεύθυνση προς το μισογκρεμισμένο νότιο πύργο. Ερείπια από δοκιμές εφαρμογής της Colonie de Modon, που όμως δεν έγινε ποτέ. Ο Appert, βαθιά επηρεασμένος από την αλληλοδιδακτική της μετά ναπολεόντειας εποχής των νεανικών του χρόνων, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη, αλλά και των σωφρονιστικών συστημάτων, προσπάθησε να δημιουργήσει από το 1856 μέχρι το 1859, μια πρότυπη αποικία φυλακισμένων στο κάστρο της Μεθώνης.
Η αλληλοδιδακτική και η εργασία θα έκαναν χρήσιμους τους βαρυποινίτες στην τοπική κοινωνία. Έτσι, εκπόνησε σχέδια για τη μετατροπή του επιβλητικού οχυρού σε πρότυπη φυλακή. Σήμερα, βέβαια, λέμε ευτυχώς που τα σχέδια που είχε εγκρίνει και ο Όθωνας δεν «πέρασαν» από τη βουλή, λόγω του υψηλού κόστους τους. Όμως, αυτά τα σχέδια κράτησαν εδώ στο ταπεινό σπιτάκι του, στο «βουνό» της Μεθώνης, το γραφικό γέροντα που τόσο αγάπησε τη Μεθώνη, μέχρι το τέλος της ζωής του στις 17 Ιανουαρίου του 1873.
ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Συνεχίζουμε με τη δυτική πλευρά των τειχών, που και αυτά έχουν χτιστεί πάνω στις αρχαίες οχυρώσεις και έχουν σημαντικές φθορές από τα κύματα και το χρόνο. Αυτή η πλευρά δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη οχυρωματική αξία, λόγω του πρακτικά απρόσβλητου του φρουρίου από εδώ. Η απότομη θάλασσα και τα βράχια δεν επιτρέπουν την προσέγγιση κανενός «επισκέπτη». Κατά μήκος της δυτικής πλευράς, υπάρχουν 5 σχεδόν ίδιοι χαμηλοί πύργοι, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το εσωτερικό του φρουρίου. Ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο από το νότο πύργο, στη διάρκεια της Γερμανο-ιταλικής κατοχής είχε εγκατασταθεί αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς κατακτητές μια επάκτια πυροβολαρχία. Κατά την αποχώρησή τους, οι Γερμανοί, το 1944, ανατίναξαν τα πυρομαχικά και τα πυροβόλα. Η έκρηξη όμως, εκτός από την καταστροφή των τειχών που προκάλεσε, αποκάλυψε ακόμα ένα τμήμα των καλοχτισμένων με πωρόλιθο τειχών της αρχαίας ή πρωτοβυζαντινής Μοθώνης.
ΥΔΑΤΟΔΕΞΑΜΕΝΕΣ
Στον «οικιστικό» χώρο του κάστρου συναντάμε επίσης ερείπια υδατοδεξαμενών και πάμπολλα χαλάσματα θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση. Στο ύψος του τρίτου πύργου της δυτικής πλευράς και στο εσωτερικό του κάστρου, υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα στο έδαφος, που καλύπτεται, για λόγου ασφαλείας, με δικτυωτό συρματόπλεγμα. Στα δυτικά του ανοίγματος υπάρχει μια καταπακτή που τα στενά και απότομα σκαλοπάτια της οδηγούν στο εσωτερικό μιας μεγάλης υδατοδεξαμενής. Αυτή ήταν η κεντρική πηγή νερού για τον οικιστικό χώρο του κάστρου.
Η κάτοψή της δεξαμενής έχει σχήμα «Γ» με διεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά και τη μικρή πλευρά της προς το βορρά. Η οροφή της έχει καταστραφεί σε ένα μεγάλο μέρος της κύριας «αίθουσας» της δεξαμενής. Στο δάπεδό της υπάρχουν ακόμα δυο μικρές λιμνούλες βρώμικου και στάσιμου νερού. Στη μία από αυτές, υπάρχουν και δυο μεγάλες λίθινες μπάλες, που ίσως ήταν η αιτία της καταστροφής της οροφής της δεξαμενής, μετά από κάποιο επιτυχημένο βομβαρδισμό με μπομπάρδες. Ακόμα δυο μικρότερες μπάλες κανονιών βρίσκονται και στη δεύτερη λιμνούλα. Η μεγάλη πλευρά της κύριας αίθουσας έχει μήκος περίπου είκοσι μέτρα, πλάτος περίπου τέσσερα και ύψος πέντε μέτρα. Η μικρή πλευρά της δεξαμενής, στο μεγαλύτερο μέρος από τα πέντε περίπου μέτρα της, καλύπτεται από έναν τακτοποιημένο λιθοσωρό που έχει ύψος περίπου ενάμιση μέτρο. Αυτός ο λιθοσωρός από ασβεστολιθικό πέτρωμα ήταν και η εξασφάλιση της υγιεινής του νερού της δεξαμενής. Το νερό, περνώντας από τα διάκενα του ασβεστολιθικού πετρώματος, καθαριζόταν από το ανθρακικό ασβέστιο που περιάχουν οι πέτρες. Έτσι το στάσιμο νερό της δεξαμενής γινόταν πόσιμο. Άλλωστε, μέχρι και τον περασμένο αιώνα, ο καθαρισμός του νερού σε στέρνες και πηγάδια γινόταν με ασβέστη.
Σήμερα, πάνω σ’αυτό το λιθοσωρό έχουν στήσει μια μικρή πολιτεία από φωλιές πάμπολλα περιστέρια που βρήκαν δίοδο από ένα άνοιγμα που υπάρχει στο κέντρο της κάλυψης με δικτυωτό συρματόπλεγμα της γκρεμισμένης οροφής της δεξαμενής. Στους τείχους της μεγάλης αίθουσας της δεξαμενής, που είναι σοβατισμένη και κάποτε θα πρέπει να ήταν και στεγανή, υπάρχουν έξι ίδιες καμάρες, που παλιότερα τα τόξα τους από πωρόλιθο στήριζαν την οροφή της κατασκευής. Με μια προσεκτική παρατήρηση στους τείχους της δεξαμενής, μπορούμε να δούμε σε ύψος περίπου 3,5 μέτρων δυο κοντινές παράλληλες μαύρες γραμμές, αποτυπώματα της στάθμης του νερού για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ακόμα χαμηλότερα, υπάρχουν σε αρκετά σημεία χαραγμένα ονόματα, αρχικά ονομάτων και χρονολογίες, ανθρώπων που περνώντας από τα «σωθικά» του κάστρου θεώρησαν σκόπιμο να αφήσουν εδώ τα ίχνη της ματαιοδοξίας τους. Περιμετρικά της οροφής, στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά της, υπάρχουν τετράγωνα σκεπασμένα ανοίγματα που φαίνεται ότι χρησίμευαν για την άντληση νερού από τη δεξαμενή. Στο δυτικό κομμάτι της δεξαμενής, στα βόρεια, δίπλα από τη μικρή καταπακτή αλλά και συμμετρικά απέναντι στη νότια πλευρά της, υπάρχουν δύο τετράπλευρα ανοίγματα, συλλέκτες για το νερό της βροχής.
ΗΜΙΥΠΟΓΕΙΑ ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗ (ΠΥΡΑΜΙΔΑ)
Στα βορειοδυτικά του οικιστικού περιβόλου του κάστρου, μπροστά από το εσωτερικό τείχος, υπάρχει ανακατασκευασμένη η ημιυπόγεια πυριτιδαποθήκη, που χτίστηκε μαζί με τον προμαχώνα του Lauretano και τις άλλες ενισχύσεις του κάστρου, το 1714. Από μακριά, η λιθόκτιστη στέγη της φαίνεται σαν μια τετράπλευρη πυραμίδα. Η σκεπαστή με λεπτή λιθοδομή είσοδος της πυριτιδαποθήκης βρίσκεται στα ανατολικά της. Πρόκειται για μια τετράγωνη, μονόχωρη κατασκευή, κυρίως από ποταμόπετρες, με διαστάσεις περίπου τρία επί τρία μέτρα και με ένα μικρό παράθυρο στα βόρεια, δηλαδή στη πλευρά που προστατευόταν από το πολύ κοντινό εσωτερικό τείχος.
Περνώντας την πύλη του εσωτερικού τείχους, κάτω από το δεύτερο πύργο του, μπαίνουμε στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Αν στρίψουμε δυτικά, μια εύκολη πρόσβαση για τα περιπόλια του εσωτερικού τείχους είναι η πέτρινη σκάλα που υπάρχει δίπλα στην πύλη του. Από εκεί μπορεί εύκολα να ανεβεί κανείς και να δει το κάστρο από το ύψος που το έβλεπε καθημερινά ο εκάστοτε διοικητής του. Αν στρίψουμε αμέσως ανατολικά, ακολουθώντας το μονοπάτι παράλληλα προς το τείχος, ανάμεσα στα χαλάσματα και τη χαμηλή βλάστηση, θα φθάσουμε στο χώρο που βρισκόταν παλιότερα το «παλάτι» του κυβερνήτη της Μεθώνης. Εκεί, πάνω στον πρώτο πύργο από τα ανατολικά βρισκόταν το διαμέρισμα του castellano. Στην πλευρά του μεγάλου οικιστικού περιβόλου είχε τρία παράθυρα που ατένιζαν την πολιτεία και το νότο. Στα ανατολικά υπήρχε μόνο ένα, αλλά μεγαλύτερο παράθυρο που έλεγχε το λιμάνι. Από τις άλλες πλευρές, δεν υπάρχουν απεικονίσεις που να μπορούν να μας πληροφορήσουν για τη διάταξη των ανοιγμάτων του. Από την πλευρά του μικρού περιβόλου στα βόρεια, μπροστά από το «παλάτι», υπήρχε και υπάρχει και σήμερα, μια μεγάλη ημιυπόγεια τριθάλαμη δεξαμενή νερού.
Η στέρνα έχει διαστάσεις περίπου 5,5 επί 8 μέτρα, ενώ το ύψος της είναι περίπου 3 μέτρα. Στην οροφή της, που ήταν μέρος του δαπέδου της εσωτερικής αυλής του «παλατιού», υπαρχουν τρία τετράγωνα ανοίγματα, ένα στον κάθε χώρο της δεξαμενής, για την άντληση του νερού. Στα νότια της δεξαμενής υπάρχει σαν συνέχειά της, στο ίδιο ύψος με αυτήν, ένα πρόσκτισμα με σκάλα που κατεβάζει στο εσωτερικό της δεξαμενής για τον καθαρισμό της.
Στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού περιβόλου, στην πρώτη από τις δώδεκα καμάρες κάτω από τα περιπόλια, υπάρχει εντοιχισμένη μια μικρή μαρμάρινη πλάκα με ένα ακόμα οικόσημο. Συγκεκριμένα, πάνω από το τόξο τις δεύτερης από το βορρά καμάρας είναι εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση και πάλι από τους Τούρκους του18ου αιώνα, σε οριζόντια θέση, ο θυρεός του capitano της Μεθώνης το 1405, Marco Correr.
Στα δυτικά του εσωτερικού περιβόλου, σε ένα μικρό πλάτωμα κάτω από τα τείχη και πριν την εσωτερική είσοδο για τον προμαχώνα Bembo, υπάρχει πεσμένος ένας μεγάλος κυβόλιθος που έχει σκαλισμένο πάνω του ένα θυρεό. Ο κυβόλιθος ίσως γκρεμίστηκε από κάπου ή δεν πρόλαβε να εντοιχιστεί καν. Ο θυρεός έχει δύο ομόκεντρους κύκλους που χωρίζονται από οκτώ αδρές διαμέτρους. Από την έρευνα στους θυρεούς των Βενετικών οικογενειών, αυτός αντιστοιχεί στην οικογένεια Molin. Στη Μεθώνη πράγματι υπηρέτησαν κάποιοι από αυτή την οικογένεια.
ΤΑΦΡΟΣ
Στην παλιά τάφρο, κάτω από τον προμαχώνα του Lauretano και μπροστά από το πέτρινο γεφύρι της κύριας εισόδου, δημιουργήθηκε ευκαιριακά ένας υπαίθριος χώρος πολιτισμού, για θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες στις καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης. Εκεί, στο βάθος, απέναντι από ην παλιότερη κύρια είσοδο του κάστρου, υπάρχει η εξωτερική είσοδος στον προμαχώνα του Lauretano. Ένα ελαφρά επικλινές λιθόστρωτο οδηγεί βόρεια, στο λογγωμένο εσωτερικό του. Πάνω από αυτή την είσοδο στέκεται ο παλαιότερος μικρός βορειοανατολικός προμαχώνας του κάστρου που ενσωματώθηκε στο μεγάλο ανεξάρτητο προμαχώνα του Lauretano.
Μια περιπλάνηση στο βόρειο προμαχώνα του Bembo, στην “cavaliere” αλλά και στην “piatta forma Santa Maria”, δίνει ένα άλλο χρώμα στην αναζήτηση της φιλοσοφίας και της τεχνικής των βενετικών οχυρώσεων, αλλά και του στρατηγείου του Ιμπραήμ. Χώροι διαμονής και αποθήκευσης σε κάθε προμαχώνα και σε διαφορετικά επίπεδα έκαναν το οχυρό σχεδόν απρόσβλητο.
SEBASTIANO VENIERO
Το βορειοδυτικό τμήμα του κάστρου, το ηλιοβασίλεμα είναι μαγευτικό και δικαιώνει το τοπωνύμιο: Ηλιοδύσιο. Στην αρχή της τάφρου, πάνω στα βράχια της ακτής, στα πόδια του προμαχώνα του Bembo, φαίνονται ακόμα, ελάχιστα πια, σκουριασμένα σίδερα, λείψανα ενός ναυαγισμένου πλοίου: του ιταλικού πολεμικού “Sebastiano Veniero” που τορπιλίστηκε τον χειμώνα του 1941 ενώ περνούσε στα ανοικτά της Σαπιέντζας, μεταφέροντας Εγγλέζους αιχμαλώτους. Το “Sebastiano Veniero” τορπιλίστηκε από ένα εγγλέζικο υποβρύχιο που βέβαια δεν γνώριζε το φορτίο του. Οι νεκροί Βρετανοί στρατιώτες ενταφιάστηκαν σ΄ένα πρόχειρο νεκροταφείο, μέσα στο κάστρο. Η αφρισμένη θάλασσα και τα κύματα πήραν το κουφάρι του “Sebastiano Veniero” και το απόθεσαν στα βράχια, στα βορειοδυτικά του κάστρου της Μεθώνης.
Το 1841 ο Jean-Alexandre Buchon, όπως αναφέρει στο "La Grece continentale et la Moree", διαβάζοντας περιμετρικά την επιγραφή με περισσότερη φαντασία, την απέδωσε σε μια επανανάθεση του κίονα προς τιμήν του Francesco Morosini. Αυτή η ανάγνωση είναι λανθασμένη. Κι αυτό γιατί αν υποθέσουμε, σύμφωνα με τον Buchon, ότι η στήλη ανατέθηκε με αυτή την επιγραφή στον Francesco Morosini, αυτό φυσικά θα πρέπει να έγινε αμέσως μετά τη θριαμβευτική κατάκτηση της Μεθώνης το 1686. Όμως ο Buchon αναφέρει από την ανάγνωση της επιγραφής τη χρονολογία 1483. Ακόμη κατά τον Buchon ο Morosini επανατοποθέτησε τη στήλη μετά την κατάκτηση της Μεθώνης. Όμως εδώ ο Buchon αγνοεί τη σαφή περιγραφή της στήλης από τον Τούρκο περιηγητή Evliya Celebi το 1668 και ακόμη παραβλέπει ή αγνοεί ότι, ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση, οι Βενετοί θα απαθέωναν το Morosini χρησιμοποιώντας, όπως και αλλού, το επίσημο όνομά του στη λατινική γραφή του : "Francisco Maurogeno Peloponnesiaco".
Ο Buchon, όμως, με τη λανθασμένη ανάγνωση της περιμετρικής επιγραφής, ήταν αυτός που ονομάτισ ετον κίονα ως "στήλη του Morosini". Αν λοιπόν ο Leake, το 1805, δεν αναφέρει όνομα για τον γρανιτένιο κίονα ή αν το όνομα που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς είναι αυτό των Τούρκων δηλαδή το "άγιο σκυλί", τότε το όνομα "στήλη του Morosini" προέκυψε από την ανάγνωση του Buchon το 1841 και είναι αυτό που επικράτησε και στον ντόπιο πληθυσμό μέχρι τις μέρες μας. Σε μια σημερινή προσπάθεια για την ανάγνωση της επιγραφής, τα αποτελέσματα είναι πολύ φτωχά.
Απ’ότι φαίνεται λοιπόν, ο γρανιτένιος κίονας με το γοτθικό κιονόκρανο ήταν ένα μνημείο που αφορούσε την εποχή της οχύρωσης της Modon, μετά την κατάλυση του ελληνικού Δεσποτάτου του Μοριά το 1460 και λίγο πριν την τελική τουρκική επίθεση του1500. Το λιοντάρι, που φαίνεται ότι υπήρχε τότε πάνω της, ήταν ένα δείγμα της βενετικής κυριαρχίας που εμψύχωνε τους κατοίκους της Modon, τιμώντας τους οχυρωτές διοικητές της. Ανάλογες τέτοιες στήλες είχαν στηθεί από τους Βενετούς σε πολλές πόλεις της επικράτειάς τους, αλλά και στην ίδια τη Βενετία.
Στο κέντρο της ανατολικής πλευράς του επιστήλιου διακρίνεται μια απεικόνιση του Λέοντος της Βενετίας, σε στάση “in maestro ή in moleca”. Πρόκειται για μια απεικόνιση διαφορετική από τις rampante ή passante που χρησιμοποιούσαν συνήθως οι Βενετοί και είναι ένας θρησκευτικός παραλληλισμός του φτερωτού λιονταριού του Αγίου Μάρκου με τον κοινό κάβουρα, που όταν αλλάζει το καβούκι του η πλάτη του είναι μαλακή αλλά προοδευτικά σκληραίνει.
Στη λοξή πλευρά της πλάκας που προεξέχει πάνω από το κιονόκρανο στα ανατολικά, διακρίνονται τρεις θυρεοί που πρέπει να αποδοθούν σε μια τριάδα διοικητών του κάστρου της Μεθώνης, δηλαδή σε κάποιον castellano και στους consiglieri του, που μετά από κάποια σημαντική πράξη τους «δοξάστηκαν» έτσι από τους συμπολίτες τους στη Modon. Παρατηρώντας τους θυρεούς, με μεγάλη ευκολία διακρίνουμε στα δεξιά αυτόν των Bembo. Ακόμα, στα αριστερά διακρίνεται ένας θυρεός με μια οριζόντια ζώνη στη μέση του που είναι ίδιος με αυτόν, στα δεξιά της τριάδας των θυρεών, στα ανατολικά του προμαχώνα Bembo. Ο μεσαίος θυρεός από αυτή την τριάδα, λόγω της σημαντικής φθοράς, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί.
Ο πρώτος θυρεός στη σειρά, στα αριστερά της τριάδας, σύμφωνα με τον Π. Φουτάκη είναι ο θυρεός των Foscolo. Ένας ακόμη ίδιος θυρεός των Foscolo, με μια οριζόντια ταινία στη μέση του, χτισμένος στο πλάι σε θέση δεύτερης χρήσης, υπάρχει στο κάστρο, στην εσωτερική πύλη του νότιου πύργου στην ανακατασκευασμένη πύλη της θάλασσας (Porta di San Marco). Έτσι, ο θυρεός των Foscolo περιορίζει τους υποψήφιους consiglieri, σε ένα μόνο συνδυασμό, αυτό των Foscolo-Bembo, που πράγματι υπήρξε στη Modon το 1934. Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, castellano ήταν τότε ο Nicolo Valaresso και σε αυτόν πρέπει να ανήκει ο μη αναγνωρίσιμος σήμερα κεντρικός θυρεός. Αγνοείται η αρχική θέση της πλάκας, όμως, όπως κι αν ήταν, και αυτή η πλάκα δείχνει κάτι από το μεγαλείο της βενετικής Modon.
ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ (ΧΑΜΑΜ)
Περνώντας ανάμεσα στα ερείπια του παλιού οικισμού, που ήταν πολύ πυκνοκατοικημένος, συναντάμε και δυο θολοσκέπαστα τουρκικά λουτρά, που χρονολογούνται στην περίοδο της α’ τουρκοκρατίας. Είναι δυο από τα χαμάμ που περιγράφει ο Τούρκος περιηγητής Celebi.
Τα κτήρια των τουρκικών λουτρών βρίσκονται στη δυτική πλευρά του δρόμου της αγοράς, το πρώτο στα νότια και ανατολικά του ιερού ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και το δεύτερο απέναντι από τα ερείπια του «πεσμένου» βυζαντινού ναού και τη βάση του μισογκρεμισμένου μιναρέ. Πρόκειται για δυο ομοειδή κτήρια, που αποτελούνται από πέντε μικρότερους χώρους, που ο καθένας είχε και διαφορετική χρήση: αποδυτήρια, αίθουσα ντους, ζεστή και χλιαρή αίθουσα και έναν μικρό ημιαίθριο χώρο για τη φωτιά, που ζέσταινε το νερό που κυκλοφορούσε με σύστημα κεραμικών αγωγών στους τοίχους του κτίσματος.
Σήμερα, μέσα στους τοίχους των λουτρών είναι ορατοί οι αγωγοί, που από λεπτούς πόρους διοχέτευαν το νερό για την παραγωγή υδρατμών στην κεντρική αίθουσα. Ακόμα, είναι χαρακτηριστικά τα μικρά στρογγυλά ανοίγματα στους θόλους της οροφής που χρησίμευαν για την εκτόνωση των υδρατμών από τις αίθουσες του λουτρού. Φυσικά, οι μικρές αίθουσες επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μικρές τοξωτές πόρτες. Ψηλά και περιμετρικά στους τοίχους, στο εσωτερικό της κεντρικής αίθουσας, είναι χαρακτηριστικές οι τοξωτές αψίδες που φαίνονται σα να στηρίζουν τους θόλους.
Το χαμάμ για τους μουσουλμάνους ήταν χώρος κοινωνικών επαφών και ψυχαγωγίας και ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένο με τη θρησκεία τους.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
Στο εσωτερικό του κάστρου και στα ανατολικά του κυρίου δρόμου, στο δρόμο που οδηγούσε στην Porta del Mandrachio και στη βόρεια πλευρά του, υπήρχε ένα μεγάλο διώροφο κτήριο, με δυο πλευρικές πτέρυγες και κεντρική αυλή, που ήταν το νοσοκομείο της οχυρής καστροπολιτείας.
Η είσοδος στον όροφό του γινόταν από δυο σκάλες που ξεκινούσαν από την κεντρική αυλή και ανέβαιναν παράλληλα με τις πτέρυγες στον όροφο του νοσοκομείου. Σήμερα, μόνο μικρά υπολείμματα των τειχών του ισογείου της νοτιοδυτικής πτέρυγας και οι κάμαρές στις δυο παράλληλες πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στον όροφό του κάνουν διακριτή τη θέση του νοσοκομείου της Μεθώνης. Μέχρι το 1423, το τοπικό νοσοκομείο, που ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη και πρόσφερε ιατρική βοήθεια στους ταξιδιώτες εμπόρους ή προσκυνητές, βρισκόταν έξω από το κάστρο στο τειχισμένο προάστιο των Ελλήνων, στο burgo της Modon. Τον Αύγουστο του 1423, η Σύγκλητος της Βενετίας διέταξε τον castellano της Modon, Jacopo Erizzo, να πάρει αυτό το κοινωφελές ίδρυμα στην δική του ευθύνη. Λίγο αργότερα θα πρέπει να μεταστεγάστηκε το νοσοκομείο από το burgo στον κυρίως οικιστικό χώρο του κάστρου.
ΝΑΟΙ
Ακριβώς απέναντι από το νοσοκομείο, στη νότια πλευρά του δρόμου, διακρίνονται τα ερείπια ενός «πεσμένου» βυζαντινού ναού. Εδώ επίσης, μέσα στην πυκνή βλάστηση, υπάρχουν και τμήματα μαρμάρινων κιόνων που μπορεί να ανήκαν στον αρχαίο ναό της ανεμώτιδος Αθηνάς που αναφέρει και ο Μικρασιάτης περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα, Παυσανίας.
Πάνω στον αρχαίο ναό, στα ανατολικά του κάστρου, φαίνεται ότι οι βυζαντινοί έχτισαν, κατά πάγια τακτική τους, τη βασιλική της Αγίας Σοφίας, χρησιμοποιώντας αρχαία υλικά. Στην α΄ βενετοκρατία ο ναός μετονομάστηκε σε καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ( San Giovanni Evangelista). Αυτό τεκμαίρεται και από τα έγγραφα των νοταρίων του ΙΔ’ και ΙΕ’ αιώνα. Σ΄αυτά τα έγγραφα απαντάται ο ναός ως καθεδρικός ναός της Μεθώνης το 1372. Δίπλα στα ερείπια, υπάρχει η βάση του μιναρέ από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί το 1500, από τον σουλτάνο Bayezit II. Η ανέπιλστη για όλους εκπόρθηση των τειχών της Μεθώνης το 1500 έγινε μετά την εγκατάλειψη της φύλαξής τους από τους φρουρούς τους, που ενθουσιασμένοι έτρεξαν όλοι μαζί στο λιμάνι του Mandrachio για να υποδεχτούν τις ενισχύσεις που είχαν φτάσει με πλοίο από τη Βενετία. Η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες. Όταν έσβησε η πυρκαγιά, ο ναός του San Giovanni Evangelista επισκευάστηκε και μετατράπηκε σε τζαμί και οι πλευρικοί τοίχοι του ενισχύθηκαν με λιθόκτιστες αντηρίδες. Αυτό ήταν το τζαμί του Bayezit Veli.
Το δεύτερο τζαμί που αναφέρει ο Celebi, αυτό του σουλτάνου Murat III, βρισκόταν στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Η θέση του ναού είναι σαφής και στο σχέδιο της πόλης του 1686, δηλαδή αμέσως μετά την κατάληψή της από τις δυνάμεις του Francesco Morosini, τότε που το τζαμί μετατράπηκε και πάλι σε χριστιανικό ναό. Στην ίδια θέση εντοπίζεται ο ναός και στο υπόμνημα του « γενικού σχεδίου του φρουρίου Μεθώνης και των εν αυτώ οικοδομηθησομένων σωφρονιστικών φυλακών και των λοιπών αναγκαιουσών οικοδομών» του ιππότη Appert που είχε υποβληθεί για έγκριση στη Βουλή το 1856, όπου αναφέρεται ο ναός σαν «ανακαινισθησόμενος». Από τις γκραβούρες των διάφορων καλλιτεχνών που πέρασαν κατά καιρούς από τη Μεθώνη θα μπορούσε, με σχετική ασφάλεια, να συμπεράνει κανείς ότι ήταν ένας τρίκλιτος ξυλόστεγος ναός με ανάμεικτα ευρωπαϊκά και ανατολίτικα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά.
Στην νοτιοανατολική γωνία του ναού και μέχρι τα τείχη υπάρχει ένα μικρό πλάτωμα που προστατεύει από τις άλλες τρεις πλευρές του από αναληματικούς τοίχους περίπου ενός μέτρου. Το μικρό πλάτωμα ήταν θέση πυροβολικού και είχε ιδιαίτερη στρατηγική αξία, αφού ακριβώς κάτω από αυτό και στο εξωτερικό του οχυρού ξεκινούσε το κυρίως λιμάνι, το Mandrachio ή porto piccolo της Μεθώνης. Σήμερα, κάτω από το μικρό πλάτωμα, κάθετα στα τείχη, ξεκινάει ο μεγάλος πέτρινος μόλος, οι «Ασπράδες». Στη μέση του μόλου διακρίνεται ακόμα μία ρωμαϊκή μαρμάρινη κολώνα, που ήταν μια από τις δέστρες στην άκρη του παλιού μόλου. Έτσι, το posto San Filipo επιτηρούσε την είσοδο στο παλιό λιμάνι και απέτρεπε κάθε σκέψη για εχθρικές προσεγγίσεις σε αυτό.
ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗ
Στα ανατολικά του κεντρικού δρόμου της αγοράς και πιο κάτω από την porta del Mandachio, εκεί που το εξωτερικό τείχος «στρίβει» για την νότια πύλη, στέκεται το ερείπιο ενός πύργου που την εποχή του Ιμπραήμ ήταν τζεπχανές (αποθήκη πυρομαχικών). Αυτός ο νότιος πύργος, δίπλα στη βασιλική ταράτσα και την πύλη της θάλασσας, που σήμερα η οροφή του φαίνεται να χάσκει προς τον ουρανό, είναι ο πύργος που ανατινάχτηκε το 1825 από την επίθεση εγώ των πυρπολικών του Ανδρέα Μιαούλη. Ακόμα και σήμερα, ανάμεσα στα χαλάσματα που εξακολουθούν να στέκονται όρθια, διακρίνονται οι καπνισμένες και καμένες από την έκρηξη πέτρες, κυρίως στα νότια του διθάλαμου πύργου. Στη νοτιοδυτική πλευρά της οροφής του, πάνω από την αψίδα της αντίστοιχης εισόδου του, διακρίνονται ακόμα «μετέωρα» λίγα λίθινα σκαλοπάτια που φαίνεται ότι οδηγούσαν τους σκοπούς από τα μπεντένια στις επάλξεις του πύργου. Στην νοτιοδυτική πλευρά του πύργου υπά ρχει το υπόλειμμα μιάς αψίδας αυτής της εξωτερικής λίθινης σκάλας. Στη συνέχεια αυτής της πλευράς, πίσω από τις χοντρές επάλξεις του κάστρου που «στρίβουν» για τη νότια πύλη, υπάρχει, στο ύψος των περιπολίων, ακόμα ένα μικρό τετράπλευρο πλάτωμα, μία άλλη θέση πυροβολικού, που οριοθετείται στις τρεις πλευρές του από αναλημματικούς τοίχου περίπου ενός έως ενάμιση μέτρου.
Φθάνοντας στη νότια πύλη, συναντάμε την ανακατασκευασμένη πύλη της θάλασσας (porta di San Marco) με τους δύο δεκαεξάμετρους «δίδυμους» πύργους και την «βασιλική ταράτσα». Η εξέδρα έχει μήκος 18 μέτρα και πλάτος 6. Η αρχική βενετική πύλη έχει καλυφθεί στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική πλευρά της από προσκτίσματα που αλλοίωσαν την αρχική εμφάνισή της και στήριξαν πάνω τους την ταράτσα και τους δύο χώρους στο ύψος των επάλξεων. Η αρχική πύλη (San Marco) είναι ορατή και σήμερα, στο εσωτερικό της σημερινής πύλης. Πάνω στο υπερθυρό της διακρίνεται μια σύνθεση με τρία αρκετά φθαρμένα, λιθανάγλυφα λιοντάρια- εμβλήματα της α’ βενετοκρατίας.
Το κεντρικό λιοντάρι, που είναι και το μεγαλύτερο, «βλέπει» στα δυτικά και τυπικό της στάσης «andante». Στα άλλα δύο μικρότερα εμβλήματα, τα λιοντάρια στέκονται στα πίσω πόδια, σε στάση «rampante», και «βλέπουν» το μεγάλο κεντρικό λιοντάρι. Στις παραστάδες της αρχικής πύλης υπήρχαν, λαξευμένα στον πωρόλιθο, κιονόκρανα, που σήμερα μόλις διακρίνονται. Η στήριξη του κυβόλιθου του δυτικού λιονταριού φαίνεται να είναι εντελώς αβέβαιη και επισφαλής, μια και αυτός ο σχετικά μεγάλος κυβόλιθος δεν φαίνεται να στηρίζεται σίγουρα.
Η αρχική πύλη έδωσε πολλούς κυβόλιθους για την κατασκευή των παραστάδων της εσωτερικής πλευράς της ανακατασκευασμένης πύλης της β’ τουρκοκρατίας. Μετά τη ανακατασκευή, η πύλη της θάλασσας έκλεινε με κατακόρυφα κινούμενη πόρτα, που ανέβαινε σχεδόν μέχρι το δάπεδο της ταράτσας της κορυφής. ΟΙ πλευρικοί οδηγοί της πόρτας είναι ευδιάκριτοι ανάμεσα στην αρχική πύλη και την νεότερη εξωτερική επένδυση, σαν κάθετες εγκοπές στις δύο πλευρές της πύλης.
Ο ανατολικός από τους δύο πύργους έχει στον πρώτο του όροφο ένα δωμάτιο με τρία τοξωτά παράθυρα που ελέγχουν το Στενό της Μεθώνης. Στον δυτικό πύργο, το αντίστοιχο δωμάτιο είναι μικρότερο και έχει, αρκετά ψηλότερα από το λιθόστρωτο πάτωμά του, δύο μικρά τοξωτά ανοίγματα-φωταγωγούς και φαίνεται πως χρησίμευε για κατάλυμα της φρουράς. Στο πέτρινο δάπεδο αυτού του χώρου κατεβαίνει κανείς με 5 σκαλοπάτια. Όμως, στο ύψος της εισόδου και περιμετρικά, είναι εμφανής η θέση κάποιου ξύλινου πατώματος που προφανώς διευκόλυνε και την παρατήρηση από τα δύο μικρά παράθυρα. Ο χώρος κάτω από το ξύλινο πάτωμα φαίνεται πως χρησίμευε σαν αποθήκη για τα εφόδια της φρουράς.
Στην εξωτερική πλευρά αυτού του πύργου υπάρχει μια στενή σκάλα, που τα 23 λίθινα σκαλιά της οδηγούν στην ταράτσα της πύλης. Στην εσωτερική πλευρά της πύλης, υπάρχουν δύο παραστάδες που προστέθηκαν σε αυτήν από τους Τούρκους το 18 αιώνα. Σε αυτές διακρίνονται, σε ύψος περίπου 1 μέτρου από το έδαφος, δύο κυβόλιθοι με θυρεούς, από την αρχική βενέτικη πύλη. Η ταυτοποίηση των θυρεών, λόγω της σημαντικής φθοράς, θα πρέπει να θεωρηθεί αδύνατη. Το αξιοπρόσεκτο αυτής της χρήσης είναι ότι οι κυβόλιθοι με τους θυρεούς έχουν τοποθετηθεί από τους Τούρκους σε οριζόντια θέση. Αν δεχθούμε ότι αυτή η τοποθέτηση δεν έγινε τυχαία, για λόγους στατικής, από τον Τούρκο χτίστη, αλλά κρύβει μια σημειολογία, όπως προτείνει ο Παναγιώτης Φουτάκης, τότε και οι δύο θυρεοί τοποθετήθηκαν σε οριζόντια θέση, επειδή οι Τούρκοι ήθελαν έτσι να τονίσουν την ήττα της Βενετίας και το θάνατο των οικογενειών των αξιωματούχων της.
ΜΠΟΥΡΤΖΙ
Βγαίνοντας από την πύλη της θάλασσας, πάνω από το πέτρινο τριπλό τοξωτό γεφύρι, ανακατασκευασμένο στο τέλος της δεκαετίας του 1960 υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου Νικολάου Γιαλούρη, φθάνουμε στα βράχια του Μόθωνα Λίθου, στο οκταγωνικό κτήριο με το θόλο και τα μπεντένια, το μπούρτζι της Μεθώνης, που θυμίζει έντονα τους τουρκικούς πύργους του Yedi-kule της Κωνσταντινούπολης και του Rumili-Hissar στο Βόσπορο. Η κατασκευή και η εμφάνιση του πύργου δείχνουν ότι πρόκειται για έργο της Α’ τουρκοκρατίας και, σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Evliya Celebi, χρονολογείται από την εποχή του Suleyman I του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566), λίγο μετά την κατάληψη της βενετικής Modon. Το πολύπαθο μπούρτζι, αυτός ο ανεξάρτητος πύργος του κάστρου της Μεθώνης, ήταν κάποτε ένα απλό οχυρωματικό έργο, φάρος ή φανός. Μετά την έλευση του Ιμπραήμ το 1825, έγινε το απάνθρωπο κολαστήριο των Τούρκων, πύργος –φυλακή και «φονιάς» για πολλούς ταλαίπωρους και άρρωστους φυλακισμένους, που μέσα στο σκοτάδι και τα θαλασσόνερα που έμπαιναν από τις χαραμάδες, εκλιπαρούσαν για τον αποκεφαλισμό τους, παρά για τη συνέχιση της εδώ φυλάκισής τους. Εδώ, τον Οκτώβριο του 1825, νικημένος από τις κακουχίες και τη χολέρα, αιχμάλωτος του Ιμπραήμ, πέθανε και ο «Άγιος Μεθώνης», Γρηγόριος Παπαθεοδώρου, αυτός ο ιερωμένος που σήκωσε τη σημαία της λευτεριάς σε όλη την περιοχή. Το πτώμα του ρίχτηκε στα αφρισμένα κύματα του «Μόθωνα Λίθου» και χάθηκε στα ρεύματα του Στενού της Μεθώνης.
Ένας μόλος που ξεκινούσε από τη θέση που βρίσκεται το μπούρτζι έφθανε μέχρι τη μικρή μαρμάρινη κολώνα-δέστρα στη μέση περίπου του νεότερου πέτρινου μόλου, «των Ασπράδων». Υπολείματα του παλιού μόλου διαγράφονται σαν ύφαλοι, μπροστά στο μπούρτζι, σε δύο σειρές με συνολικό πλάτος 7 μέτρων, παράλληλα με την νοτιονανατολική πλευρά των τειχών. Μπροστά από την είσοδο στο μπούρτζι και στα βορειοανατολικά, απλώνεται το τεχνικό λιμάνι της Modon, που κατασκεύασαν οι Βενετοί στα χρόνια της α’ βενετοκρατία . Όμως, το λιμάνι της αρχαίας Μοθώνης, που απεικονίζεται και σε νομίσματα της ρωμαϊκής εποχής, όπως και αυτό της μεσσαιωνικής Modon δεν ήταν ποτέ ασφαλές, αφού ήταν πάντοτε εκτεθειμένο στους ισχυρούς νοτιοδυτικούς ανέμους του Ιονίου. Οι Βενετοί, έχοντας εντοπίσει το πρόβλημα, προσπάθησαν να το λύσουν με τη δημιουργία του τεχνιτού λιμανιού της Modon, κατασκευάζοντας τον ημικυκλικό μόλο.
Αρχικά, η κατασκευή στηρίχθηκε σε τεχνικές που είχαν εφαρμοστεί νωρίτερα στη βενετική λιμνοθάλασσα. Έτσι, ξύλινα κασόνια, γεμάτα με πέτρες και χαλίκια, ποντίστηκαν και δέθηκαν με σιδερένιες αλυσίδες ανάμεσα σε σειρές από ξύλινους πασσάλους. Όμως αυτή η κατασκευή είχε δυο ατέλειες. Η πρώτη ήταν ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί συνδετικό κονίαμα, που για την εποχή ήταν η pozzolana, ανάμεσα στα κασόνια, και η δεύτερη ότι τα κασόνια δεν είχαν τοποθετηθεί δε στερεό θεμέλιο από χαλίκια και πέτρες, αλλά κατευθείαν πάνω στο λασπώδη βυθό του όρμου της Μεθώνης. Έτσι η καταστροφή του μόλου από την πίεση των θαλάσσιων ρευμάτων και των κυμάτων ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Η ίδια ζημιά έγινε και στη Βενετία.
Και αφού ο γαρμπής, αλλά και ο σορόκος, συνέχιζαν να καταστρέφουν τα βενετσιάνικα έργα, η Σύγκλητος πήρε την απόφαση να προστατεύσει το μόλο με μεγάλους ογκόλιθους που βύθισε στην εξωτερική πλευρά του. Αυτοί οι ογκόλιθοι προστάτευαν το μόλο με τους πασσάλους από την ένταση των κυμάτων, καθώς και από τη μετακίνηση άμμου στη βάση του. Όμως, και αυτό το μέτρο με τη βύθιση ογκολίθων σε πιθανά ευένδοτα σημεία, όσες φορές και να επαναλήφθηκε, δεν έδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά, όμως, μετά και την επισκευή του 1480, ο μόλος ήταν μια εντυπωσιακή κατασκευή στη Modon.
Ο ημικυκλικός δρόμος του μόλου πάνω από τα βυθισμένα κασόνια ήταν λιθοστρωμένος και εντυπωσιακό. Όσο όμως και αν προσπαθούσαν οι Βενετοί, ο μόλος δεν στέριωνε. Το 1487, η Σύγκλητος αναφέρεται και πάλι στην κακή κατάσταση του μόλου μετά από μια καταιγίδα. Όπως είναι φυσικό, αυτός ο ασταθής μόλος δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τα εμπορικά πλοία και από τις γαλέρες των προσκυνητών, που, όπως ξέρουμε από πολλούς από αυτούς, ήταν αναγκασμένοι να αποβιβάζονται με μικρές βοηθητικές βάρκες, αφού τα πλοία τους αγκυροβολούσαν έξω από το μόλο, στην ανατολική πλευρά του.
ΜΟΛΟΣ-ΑΣΠΡΑΔΕΣ
Μετά την κατάληψη της Modon από τους Τούρκους το 1500, οι προσπάθειες συντήρησης του μόλου ατόνησαν. Η εγκατάλειψη της συντήρησης του λιμανιού από τους Τούρκους, έφερε στην επιφάνεια ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα του λιμανιού. Το «πνίξιμο» και το ξεβάθεμά του από τη λάσπη. Λόγω αυτού του προβλήματος, ο portolano Parma-Magliabecchi των αρχών του 15ου αιώνα συστήνει τη χρήση του ξέβαθου εσωτερικού του τεχνητού λιμανιού της Modon μόνο από μικρά πλοία. Το πρόβλημα είχε εντοπιστεί και από τη βενετική Σύγλκητο το1425. Έτσι, διέταξε το μηχανικό που εργαζόταν στο λιμάνι της Candia (Ηράκλειο) στην Κρήτη, να μετακινηθεί στη Modon και, αν νόμιζε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις μηχανές εσκαφής που χρησιμοποιούσε στην Κρήτη, να τις μεταφέρει στη Modon. Τόσο μεγάλο ήταν το πρόβλημα από τη λάσπη στη Modon, που η Σύγκλητος αποφάσισε ότι αν ο μηχανικός χρειαζόταν ακόμα πιο εξειδικευμένα εργαλεία, θα είχε τη βοήθεια από το ναύσταθμο της Βενετίας. Το πρόβλημα δεν λύθηκε. Τόσο, που τον Μάρτιο του 1477, ο ναύαρχος του βενετικού στόλου και ο castellano της Modon Marco da Leze γράφουν στη Βενετία ότι, λόγω των ισχυρών καταιγίδων της προηγούμενης χρονιάς, το λιμάνι ήταν «πνιγμένο» από τη λάσπη, τόσο που δεν μπορούσαν να μπούν σε αυτό ούτε οι πολεμικές γαλέρες που είχαν καρίνα 2 μέτρα. Αυτή η λάσπη δεν εγκατέλειψε ποτέ το τεχνικό λιμάνι.
Ο νέος μόλος έγινε το 1880 από κάποια ιταλική εταιρία και ήταν εξαιρετικά επιβλαβής για την πλευστότητα του όρμου, αλλά και την εμφάνιση του κάστρου. Η θάλασσα έγινε ξέβαθη και κατάλληλη για ελλιμενισμό πλοίων. Αυτός ο «καινούργιος» πέτρινος μόλος με τα καρφωμένα στην πλάτη του κανόνια, «οι Ασπράδες», λειτούργησε σαν κυματοθραύστης. Η θάλασσα που έφθανε μέχρι τις «ρίζες» του κάστρου και την τάφρο της βόρειας πλευράς, χωρίς πάντως να καταφέρνει να ενώσει το Ιόνιο με το λιμάνι, δεν μπορούσε πια να πλησιάσει το οχυρό. Οι προσχώσεις και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις ήταν πολλές και τώρα η ανατολική πλευρά του κάστρου έχει την ιδιόμορφη σκληρή αμμουδιά της για τους παραθεριστές και του ψαράδες της.
COLONIE DE MODON
Επιστρέφοντας από το μπούρτζι στον περίβολο του κάστρου, θα ξαναμπούμε στο μεγάλο πλάτωμα. Από εκεί μπορούμε να ανεβούμε στις επάλξεις, στα μπεντένια της ανατολικής πλευράς. Κατεβαίνοντας, προσπερνάμε κάποια ταπεινά ερείπια ενός μεγαλόπνοου σχεδίου του Γάλλου εραστή της Μεθώνης, του ιππότη Appert. Είναι το τετράπλευρο κτίσμα, που φαίνεται να ξεκινάει παράταιρα μπροστά από τη νότια πύλη με κατεύθυνση προς το μισογκρεμισμένο νότιο πύργο. Ερείπια από δοκιμές εφαρμογής της Colonie de Modon, που όμως δεν έγινε ποτέ. Ο Appert, βαθιά επηρεασμένος από την αλληλοδιδακτική της μετά ναπολεόντειας εποχής των νεανικών του χρόνων, που κυριαρχούσε στην Ευρώπη, αλλά και των σωφρονιστικών συστημάτων, προσπάθησε να δημιουργήσει από το 1856 μέχρι το 1859, μια πρότυπη αποικία φυλακισμένων στο κάστρο της Μεθώνης.
Η αλληλοδιδακτική και η εργασία θα έκαναν χρήσιμους τους βαρυποινίτες στην τοπική κοινωνία. Έτσι, εκπόνησε σχέδια για τη μετατροπή του επιβλητικού οχυρού σε πρότυπη φυλακή. Σήμερα, βέβαια, λέμε ευτυχώς που τα σχέδια που είχε εγκρίνει και ο Όθωνας δεν «πέρασαν» από τη βουλή, λόγω του υψηλού κόστους τους. Όμως, αυτά τα σχέδια κράτησαν εδώ στο ταπεινό σπιτάκι του, στο «βουνό» της Μεθώνης, το γραφικό γέροντα που τόσο αγάπησε τη Μεθώνη, μέχρι το τέλος της ζωής του στις 17 Ιανουαρίου του 1873.
ΤΑ ΤΕΙΧΗ
Συνεχίζουμε με τη δυτική πλευρά των τειχών, που και αυτά έχουν χτιστεί πάνω στις αρχαίες οχυρώσεις και έχουν σημαντικές φθορές από τα κύματα και το χρόνο. Αυτή η πλευρά δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη οχυρωματική αξία, λόγω του πρακτικά απρόσβλητου του φρουρίου από εδώ. Η απότομη θάλασσα και τα βράχια δεν επιτρέπουν την προσέγγιση κανενός «επισκέπτη». Κατά μήκος της δυτικής πλευράς, υπάρχουν 5 σχεδόν ίδιοι χαμηλοί πύργοι, σχεδόν στο ίδιο επίπεδο με το εσωτερικό του φρουρίου. Ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο από το νότο πύργο, στη διάρκεια της Γερμανο-ιταλικής κατοχής είχε εγκατασταθεί αρχικά από τους Ιταλούς και στη συνέχεια από τους Γερμανούς κατακτητές μια επάκτια πυροβολαρχία. Κατά την αποχώρησή τους, οι Γερμανοί, το 1944, ανατίναξαν τα πυρομαχικά και τα πυροβόλα. Η έκρηξη όμως, εκτός από την καταστροφή των τειχών που προκάλεσε, αποκάλυψε ακόμα ένα τμήμα των καλοχτισμένων με πωρόλιθο τειχών της αρχαίας ή πρωτοβυζαντινής Μοθώνης.
ΥΔΑΤΟΔΕΞΑΜΕΝΕΣ
Στον «οικιστικό» χώρο του κάστρου συναντάμε επίσης ερείπια υδατοδεξαμενών και πάμπολλα χαλάσματα θαμμένα κάτω από την πυκνή βλάστηση. Στο ύψος του τρίτου πύργου της δυτικής πλευράς και στο εσωτερικό του κάστρου, υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα στο έδαφος, που καλύπτεται, για λόγου ασφαλείας, με δικτυωτό συρματόπλεγμα. Στα δυτικά του ανοίγματος υπάρχει μια καταπακτή που τα στενά και απότομα σκαλοπάτια της οδηγούν στο εσωτερικό μιας μεγάλης υδατοδεξαμενής. Αυτή ήταν η κεντρική πηγή νερού για τον οικιστικό χώρο του κάστρου.
Η κάτοψή της δεξαμενής έχει σχήμα «Γ» με διεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά και τη μικρή πλευρά της προς το βορρά. Η οροφή της έχει καταστραφεί σε ένα μεγάλο μέρος της κύριας «αίθουσας» της δεξαμενής. Στο δάπεδό της υπάρχουν ακόμα δυο μικρές λιμνούλες βρώμικου και στάσιμου νερού. Στη μία από αυτές, υπάρχουν και δυο μεγάλες λίθινες μπάλες, που ίσως ήταν η αιτία της καταστροφής της οροφής της δεξαμενής, μετά από κάποιο επιτυχημένο βομβαρδισμό με μπομπάρδες. Ακόμα δυο μικρότερες μπάλες κανονιών βρίσκονται και στη δεύτερη λιμνούλα. Η μεγάλη πλευρά της κύριας αίθουσας έχει μήκος περίπου είκοσι μέτρα, πλάτος περίπου τέσσερα και ύψος πέντε μέτρα. Η μικρή πλευρά της δεξαμενής, στο μεγαλύτερο μέρος από τα πέντε περίπου μέτρα της, καλύπτεται από έναν τακτοποιημένο λιθοσωρό που έχει ύψος περίπου ενάμιση μέτρο. Αυτός ο λιθοσωρός από ασβεστολιθικό πέτρωμα ήταν και η εξασφάλιση της υγιεινής του νερού της δεξαμενής. Το νερό, περνώντας από τα διάκενα του ασβεστολιθικού πετρώματος, καθαριζόταν από το ανθρακικό ασβέστιο που περιάχουν οι πέτρες. Έτσι το στάσιμο νερό της δεξαμενής γινόταν πόσιμο. Άλλωστε, μέχρι και τον περασμένο αιώνα, ο καθαρισμός του νερού σε στέρνες και πηγάδια γινόταν με ασβέστη.
Σήμερα, πάνω σ’αυτό το λιθοσωρό έχουν στήσει μια μικρή πολιτεία από φωλιές πάμπολλα περιστέρια που βρήκαν δίοδο από ένα άνοιγμα που υπάρχει στο κέντρο της κάλυψης με δικτυωτό συρματόπλεγμα της γκρεμισμένης οροφής της δεξαμενής. Στους τείχους της μεγάλης αίθουσας της δεξαμενής, που είναι σοβατισμένη και κάποτε θα πρέπει να ήταν και στεγανή, υπάρχουν έξι ίδιες καμάρες, που παλιότερα τα τόξα τους από πωρόλιθο στήριζαν την οροφή της κατασκευής. Με μια προσεκτική παρατήρηση στους τείχους της δεξαμενής, μπορούμε να δούμε σε ύψος περίπου 3,5 μέτρων δυο κοντινές παράλληλες μαύρες γραμμές, αποτυπώματα της στάθμης του νερού για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ακόμα χαμηλότερα, υπάρχουν σε αρκετά σημεία χαραγμένα ονόματα, αρχικά ονομάτων και χρονολογίες, ανθρώπων που περνώντας από τα «σωθικά» του κάστρου θεώρησαν σκόπιμο να αφήσουν εδώ τα ίχνη της ματαιοδοξίας τους. Περιμετρικά της οροφής, στην ανατολική αλλά και στη δυτική πλευρά της, υπάρχουν τετράγωνα σκεπασμένα ανοίγματα που φαίνεται ότι χρησίμευαν για την άντληση νερού από τη δεξαμενή. Στο δυτικό κομμάτι της δεξαμενής, στα βόρεια, δίπλα από τη μικρή καταπακτή αλλά και συμμετρικά απέναντι στη νότια πλευρά της, υπάρχουν δύο τετράπλευρα ανοίγματα, συλλέκτες για το νερό της βροχής.
ΗΜΙΥΠΟΓΕΙΑ ΠΥΡΙΤΙΔΑΠΟΘΗΚΗ (ΠΥΡΑΜΙΔΑ)
Στα βορειοδυτικά του οικιστικού περιβόλου του κάστρου, μπροστά από το εσωτερικό τείχος, υπάρχει ανακατασκευασμένη η ημιυπόγεια πυριτιδαποθήκη, που χτίστηκε μαζί με τον προμαχώνα του Lauretano και τις άλλες ενισχύσεις του κάστρου, το 1714. Από μακριά, η λιθόκτιστη στέγη της φαίνεται σαν μια τετράπλευρη πυραμίδα. Η σκεπαστή με λεπτή λιθοδομή είσοδος της πυριτιδαποθήκης βρίσκεται στα ανατολικά της. Πρόκειται για μια τετράγωνη, μονόχωρη κατασκευή, κυρίως από ποταμόπετρες, με διαστάσεις περίπου τρία επί τρία μέτρα και με ένα μικρό παράθυρο στα βόρεια, δηλαδή στη πλευρά που προστατευόταν από το πολύ κοντινό εσωτερικό τείχος.
Περνώντας την πύλη του εσωτερικού τείχους, κάτω από το δεύτερο πύργο του, μπαίνουμε στον εσωτερικό περίβολο του κάστρου. Αν στρίψουμε δυτικά, μια εύκολη πρόσβαση για τα περιπόλια του εσωτερικού τείχους είναι η πέτρινη σκάλα που υπάρχει δίπλα στην πύλη του. Από εκεί μπορεί εύκολα να ανεβεί κανείς και να δει το κάστρο από το ύψος που το έβλεπε καθημερινά ο εκάστοτε διοικητής του. Αν στρίψουμε αμέσως ανατολικά, ακολουθώντας το μονοπάτι παράλληλα προς το τείχος, ανάμεσα στα χαλάσματα και τη χαμηλή βλάστηση, θα φθάσουμε στο χώρο που βρισκόταν παλιότερα το «παλάτι» του κυβερνήτη της Μεθώνης. Εκεί, πάνω στον πρώτο πύργο από τα ανατολικά βρισκόταν το διαμέρισμα του castellano. Στην πλευρά του μεγάλου οικιστικού περιβόλου είχε τρία παράθυρα που ατένιζαν την πολιτεία και το νότο. Στα ανατολικά υπήρχε μόνο ένα, αλλά μεγαλύτερο παράθυρο που έλεγχε το λιμάνι. Από τις άλλες πλευρές, δεν υπάρχουν απεικονίσεις που να μπορούν να μας πληροφορήσουν για τη διάταξη των ανοιγμάτων του. Από την πλευρά του μικρού περιβόλου στα βόρεια, μπροστά από το «παλάτι», υπήρχε και υπάρχει και σήμερα, μια μεγάλη ημιυπόγεια τριθάλαμη δεξαμενή νερού.
Η στέρνα έχει διαστάσεις περίπου 5,5 επί 8 μέτρα, ενώ το ύψος της είναι περίπου 3 μέτρα. Στην οροφή της, που ήταν μέρος του δαπέδου της εσωτερικής αυλής του «παλατιού», υπαρχουν τρία τετράγωνα ανοίγματα, ένα στον κάθε χώρο της δεξαμενής, για την άντληση του νερού. Στα νότια της δεξαμενής υπάρχει σαν συνέχειά της, στο ίδιο ύψος με αυτήν, ένα πρόσκτισμα με σκάλα που κατεβάζει στο εσωτερικό της δεξαμενής για τον καθαρισμό της.
Στην ανατολική πλευρά του εσωτερικού περιβόλου, στην πρώτη από τις δώδεκα καμάρες κάτω από τα περιπόλια, υπάρχει εντοιχισμένη μια μικρή μαρμάρινη πλάκα με ένα ακόμα οικόσημο. Συγκεκριμένα, πάνω από το τόξο τις δεύτερης από το βορρά καμάρας είναι εντοιχισμένο σε δεύτερη χρήση και πάλι από τους Τούρκους του18ου αιώνα, σε οριζόντια θέση, ο θυρεός του capitano της Μεθώνης το 1405, Marco Correr.
Στα δυτικά του εσωτερικού περιβόλου, σε ένα μικρό πλάτωμα κάτω από τα τείχη και πριν την εσωτερική είσοδο για τον προμαχώνα Bembo, υπάρχει πεσμένος ένας μεγάλος κυβόλιθος που έχει σκαλισμένο πάνω του ένα θυρεό. Ο κυβόλιθος ίσως γκρεμίστηκε από κάπου ή δεν πρόλαβε να εντοιχιστεί καν. Ο θυρεός έχει δύο ομόκεντρους κύκλους που χωρίζονται από οκτώ αδρές διαμέτρους. Από την έρευνα στους θυρεούς των Βενετικών οικογενειών, αυτός αντιστοιχεί στην οικογένεια Molin. Στη Μεθώνη πράγματι υπηρέτησαν κάποιοι από αυτή την οικογένεια.
ΤΑΦΡΟΣ
Στην παλιά τάφρο, κάτω από τον προμαχώνα του Lauretano και μπροστά από το πέτρινο γεφύρι της κύριας εισόδου, δημιουργήθηκε ευκαιριακά ένας υπαίθριος χώρος πολιτισμού, για θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες στις καλοκαιρινές πολιτιστικές εκδηλώσεις της πόλης. Εκεί, στο βάθος, απέναντι από ην παλιότερη κύρια είσοδο του κάστρου, υπάρχει η εξωτερική είσοδος στον προμαχώνα του Lauretano. Ένα ελαφρά επικλινές λιθόστρωτο οδηγεί βόρεια, στο λογγωμένο εσωτερικό του. Πάνω από αυτή την είσοδο στέκεται ο παλαιότερος μικρός βορειοανατολικός προμαχώνας του κάστρου που ενσωματώθηκε στο μεγάλο ανεξάρτητο προμαχώνα του Lauretano.
Μια περιπλάνηση στο βόρειο προμαχώνα του Bembo, στην “cavaliere” αλλά και στην “piatta forma Santa Maria”, δίνει ένα άλλο χρώμα στην αναζήτηση της φιλοσοφίας και της τεχνικής των βενετικών οχυρώσεων, αλλά και του στρατηγείου του Ιμπραήμ. Χώροι διαμονής και αποθήκευσης σε κάθε προμαχώνα και σε διαφορετικά επίπεδα έκαναν το οχυρό σχεδόν απρόσβλητο.
SEBASTIANO VENIERO
Το βορειοδυτικό τμήμα του κάστρου, το ηλιοβασίλεμα είναι μαγευτικό και δικαιώνει το τοπωνύμιο: Ηλιοδύσιο. Στην αρχή της τάφρου, πάνω στα βράχια της ακτής, στα πόδια του προμαχώνα του Bembo, φαίνονται ακόμα, ελάχιστα πια, σκουριασμένα σίδερα, λείψανα ενός ναυαγισμένου πλοίου: του ιταλικού πολεμικού “Sebastiano Veniero” που τορπιλίστηκε τον χειμώνα του 1941 ενώ περνούσε στα ανοικτά της Σαπιέντζας, μεταφέροντας Εγγλέζους αιχμαλώτους. Το “Sebastiano Veniero” τορπιλίστηκε από ένα εγγλέζικο υποβρύχιο που βέβαια δεν γνώριζε το φορτίο του. Οι νεκροί Βρετανοί στρατιώτες ενταφιάστηκαν σ΄ένα πρόχειρο νεκροταφείο, μέσα στο κάστρο. Η αφρισμένη θάλασσα και τα κύματα πήραν το κουφάρι του “Sebastiano Veniero” και το απόθεσαν στα βράχια, στα βορειοδυτικά του κάστρου της Μεθώνης.
ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Ακολουθώντας τον κύριο λιθόστρωτο δρόμο του κάστρου, το δρόμο της αγοράς που οδηγεί στην επιβλητική πύλη της θάλασσας στα νότια, συναντάμε στα δυτικά το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε. Ο σημερινός ναός είναι έργο της β’ βενετοκρατίας γύρω στο 1700. Ήταν ο καθολικός Ναός του Σωτήρος, που μετά την Απελευθέρωση έγινε ομώνυμος ορθόδοξος. Αυτός ήταν ο μόνος Ναός της απελευθερωμένης Μεθώνης, αφού μέχρι το 1833 δεν είχε χτιστεί άλλος ναός στην πόλη. Στη βορειοανατολική πλευρά του, στην πλαϊνή είσοδο, δίπλα στο καμπαναριό, βλέπουμε δυο κίονες με τα κιονόκρανα και το αέτωμα ανάμεσά τους, που στέκουν εκεί από το 1910. Εδώ εκκλησιάστηκε το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, τον Απρίλιο του 1831, ο πρώτος Κυβερνήτης της μόλις απελευθερωμένης Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας.
Ακολουθώντας τον κύριο λιθόστρωτο δρόμο του κάστρου, το δρόμο της αγοράς που οδηγεί στην επιβλητική πύλη της θάλασσας στα νότια, συναντάμε στα δυτικά το ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε. Ο σημερινός ναός είναι έργο της β’ βενετοκρατίας γύρω στο 1700. Ήταν ο καθολικός Ναός του Σωτήρος, που μετά την Απελευθέρωση έγινε ομώνυμος ορθόδοξος. Αυτός ήταν ο μόνος Ναός της απελευθερωμένης Μεθώνης, αφού μέχρι το 1833 δεν είχε χτιστεί άλλος ναός στην πόλη. Στη βορειοανατολική πλευρά του, στην πλαϊνή είσοδο, δίπλα στο καμπαναριό, βλέπουμε δυο κίονες με τα κιονόκρανα και το αέτωμα ανάμεσά τους, που στέκουν εκεί από το 1910. Εδώ εκκλησιάστηκε το τελευταίο Πάσχα της ζωής του, τον Απρίλιο του 1831, ο πρώτος Κυβερνήτης της μόλις απελευθερωμένης Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας.
PORTA STOPPA – PORTELLUM VETERUM
Λίγο πιο κάτω, περίπου στη μέση της ανατολικής πλευράς, υψώνεται σήμερα ένας τετράγωνος πύργος που προστάτευε την ανατολική πύλη της θάλασσας (posto alla porta Stoppa). Ο πύργος, που τη δεκαετία του 1950 κινδύνευε να πέσει, σώθηκε με τις αναστηλωτικές επεμβάσεις που έγιναν στο κάστρο και το μπούρτζι τη δεκαετία του 1960, με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Ν. Γιαλούρη. Στην πρόσοψή του, που βρεχόταν όπως και τα τείχη αυτής της πλευράς από τη θάλασσα, είχε ύψος περίπου 20 μέτρα. Από αρχαιολογική άποψη είναι ένα από τα ενδιαφέροντα τμήματα του κάστρου, αφού συγκεντρώνει στην κατασκευή του αρκετές διαδοχικές οικοδομικές παρεμβάσεις
Αρχικά, εδώ υπήρχε μια πύλη, η portellum veterum, που επέτρεπε την επικοινωνία του εσωτερικού του κάστρου με τη θάλασσα. Όμως, επειδή αυτή βρισκόταν αρκετά χαμηλά, σχεδόν στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια της θάλασσας, πολλές φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια καταιγίδων, τα νερά έμπαιναν μέσα από το άνοιγμά της στο εσωτερικό του κάστρου. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό να μην υπήρχε ούτε αποβάθρα σε αυτό το σημείο. Πίσω από την πύλη, στη μικρή πλατεία (piazzetta), υπήρχαν αρκετά δημόσια κτήρια και αποθήκες που ανήκαν στην τοπική βενετική διοίκηση. Τα θαλασσόνερα εμπόδιζαν τη φόρτωση αλλά και την εκφόρτωση των αγαθών από και προς τις αποθήκες, αλλά και τη συντήρησή τους σε αυτές. Έτσι, τον Ιούλιο του 1395, η Σύγκλητος αποφάσισε να κατασκευασθεί μια νέα πύλη στο λιμάνι, που θα προστατεύεται από τα νερά της θάλασσας.
Η ταύτιση της portellum veterum με τη σημερινή porta stoppa είναι δύσκολη. Αν ανατρέξουμε όμως στη μεταγενέστερη από την κατασκευή της πύλης ξυλογραφία του Erhard Reuwich του 1483, θα δούμε πάνω στην αποβάθρα και μπροστά από την επιβλητική πύλη έναν χαμηλό πύργο με επάλξεις, που η βάση του βρέχεται από τη θάλασσα. Πίσω από το χαμηλό πύργο υψώνεται ο επιβλητικός και τότε πύργος της porta stoppa. Η πύλη του βρίσκεται ψηλότερα από ό,τι στους άλλους πύργους, στο ύψος των επάλξεων του μπροστινού χαμηλού πύργου. Στο υπέρθυρο υπάρχει ένα τοξωτό άνοιγμα που φαίνεται να καλύπτεται από καφασωτό, προφανώς μεταλλικό. Πάνω από το υπέρθυρο, στο ύψος των επάλξεων του κάστρου, διακρίνεται μια πρόσθετη κατασκευή, ένας εξώστης με επάλξεις και ένα μικρό τετράγωνο παράθυρο στην ανατολή. Οι αντηρίδες που στηρίζουν την κατασκευή είναι τα πέτρινα φουρούσια που υπάρχουν και σήμερα στην κορυφή της ανατολικής πλευράς του πύργου. Σήμερα δεν υπάρχει αυτός ο χαμηλός, προστατευτικός πύργος, ούτε βέβαια και η ανατολική αποβάθρα του λιμανιού.
Αυτή η ανακατασκευή και θωράκιση της portellum veterum μετά την απόφαση του 1395, ήταν η δεύτερη φάση της κατασκευής του πύργου της porta stoppa, στην ανατολική αποβάθρα. Ο χρόνος της ολοκλήρωσης αυτής της φάσης υπολογίζεται ότι ήταν το 1406, όταν castellano στη Modon ήταν ο Vidale Miani. Ο παλιότερος πύργος της portellum veterum που ενσωματώθηκε στον καινούργιο της porta stoppa είναι κατασκευασμένος από ποταμόπετρες, ενώ η πρόσοψή του, όπως και στον προηγούμενο γωνιακό πύργο, είναι επενδυμένη με τετραγωνισμένους πωρόλιθους. Οι πωρόλιθοι προέρχονται βέβαια από το παλιότερο, αρχαίο κάστρο της Μοθώνης και ενσωματώθηκαν στο καινούργιο μεσαιωνικό, αφού διακοσμήθηκαν με τα εμβλήματα των Βενετών. Ένα τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας του πύργου της portellum veterum, με το ανάγλυφο πορτρέτο του λιονταριού της Βενετίας στο υπέρθυρο και τους δυο πολύ φθαρμένους θυρεούς στα πλευρά του, φαίνονται σήμερα από το περιμετρικά φθαρμένο άνοιγμα της νεότερης πύλης της porta stoppa. Τα σχεδόν κατεστραμμένα εμβλήματα, δίπλα στο πορτρέτο του λιονταριού του Αγίου Μάρκου, δεν αναγνωρίζονται εύκολα, λόγω των σκαλιστών κομποσκοινιών που διατηρούνται αδρά γύρω τους, στη «φραγκισκανικών αρχών» οικογένεια των Michiel. Αφού το βενετικό κάστρο άρχισε να κατασκευάζεται μετά από απόφαση της Συγκλήτου τον Απρίλιο του 1923, πάνω στα λείψανα των ξεθεμελιωμένων αρχαίων και βυζαντινών οχυρώσεων, είναι λογικό ότι τα έργα αυτής της κατασκευής θα πρέπει να τελείωσαν περίπου το 1310. Όμως, το 1309, όταν τελείωναν οι εργασίες κατασκευής του κάστρου, consigliere στη Modon ήταν ο Giovanni Michiel, που φαίνεται ότι τοποθέτησε το οικόσημο των Michiel στη μικρή παλιά πύλη, “portellum veterum”.
Ο νέος πύργος, αφού ενσωμάτωσε τον παλιότερο στα τείχη, έδωσε περισσότερο πλάτος στην πρόσοψή του και έκανε πιο ογκώδη την κατασκευή. Στο εξωτερικό του πύργου και στο ανώτερο τμήμα του, κάτω από τα έξι φουρούσια της κορυφής, υπάρχει μια παράσταση του φτερωτού λιονταριού της Βενετίας και εκατέρωθεν του, δυο θυρεοί που αποδόθηκαν από τον Kevin Andrews στους Foscarini.
Αν όμως συγκρίνουμε τους δυο θυρεούς με αυτούς που υπάρχουν στην εντοιχισμένη πλάκα στην ανατολική πλευρά του προμαχώνα Bembo, που και πάλι κατά τον Andrews ανήκουν στους Foscarini, Bembo και Foscolo, θα δούμε ότι οι δυο θυρεοί του πύργου της porta stoppa μοιάζουν, αλλά δεν έχουν την ίδια οδοντωτή λοξή ταινία με αυτόν στην πλάκα του προμαχώνα του Bembο. Ακόμα, αφού προσδιορίζουμε το χρόνο της ανακατασκευής του πύργου από το 1395 μέχρι το 1406, οι δυο θυρεοί θα πρέπει να ανήκουν σε αξιωματούχους του κάστρου της Modon εκείνης της περιόδου. Από τη μελέτη των οικοσήμων των ευγενών οικογενειών της Βενετίας, οι θυρεοί φαίνεται ότι ταιριάζουν με τα οικόσημα των Gradenigo. Πράγματι, consigliere στη Modon από το 1396, όταν θα πρέπει να ξεκίνησε η κατασκευή της porta stoppa, μέχρι το 1405, όταν και τελείωσε το έργο, ήταν ο Gradenigo. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, γι ’αυτόν να τοποθετήσει θριαμβευτικά τους δυο θυρεούς στο ψηλότερο σημείο της επιβλητικής πια καινούργιας πύλης του λιμανιού. Άλλωστε, η οδηγία της Βενετίας ήταν σαφής. Εμβλήματα στο κάστρο θα μπορούσαν να αναρτούν μόνο όσοι από τους Βενετούς αξιωματούχους ζούσαν και διέμεναν στη Modon.
Λίγο χαμηλότερα, κάτω από το ανάγλυφο λιοντάρι και πάνω από το μικρό τετράγωνο άνοιγμα του παραθύρου του ορόφου του πύργου, υπάρχει ακόμα ένας θυρεός με μια ανάγλυφη περικεφαλαία στο κέντρο του και στις δυο πάνω γωνίες του, σε γοτθική γραφή, τα αρχικά V και M, που ανήκει στο Vidale Miani, castellano και έκτακτο προβλεπτή στη Μεθώνη το 1406. Ο Miani τοποθέτησε το θυρεό του σε αυτή την περίβλεπτη θέση, αφού ήταν αυτός που ολοκλήρωσε την ανακατασκευή του πύργου της πύλης της ανατολικής αποβάθρας του λιμανιού.
Αργότερα, κατά την α’ τουρκοκρατία, ο πύργος της porta stoppa ξαναεπισκευάστηκε. Ένα τμήμα αυτής της τουρκικής επέμβασης φαίνεται καλύτερα από την πλευρά του οικιστικού περιβόλου, στο εσωτερικό του κάστρου. Εκεί φαίνεται το γοτθικό, σαφώς ανατολίτικου τύπου εσωτερικό άνοιγμα της porta stoppa, προφανώς ανάλογο με το γκρεμισμένο εξωτερικό, που στεφανώνει το εσωτερικό άνοιγμα του παλιότερου πύργου. Στο ύψος του περιδρόμου των επάλξεων, ακριβώς στο υπέρθυρο, υπάρχει ένα ορθογώνιο άνοιγμα, που είναι η εξωτερική πόρτα στον πρώτο όροφο του πύργου. Περνώντας στο εσωτερικό του πύργου και πάνω από το ξύλινο γεφυράκι με την κουπαστή που οδηγεί, κάτω από μια εντυπωσιακή γοτθικού τύπου αψίδα με πωρόλιθους, στο μοναδικό τετράγωνο παράθυρο της εξωτερικής πλευράς του πύργου, βλέπουμε τους οδηγούς της παλαιότερης πόρτας που έκλεινε κατακόρυφα.
Από τη χρονολόγηση των θυρεών του πύργου, μπορεί να υπολογιστεί με σχετική προσέγγιση και ο χρόνος της κάθε οικοδομικής φάσης. Έτσι, αφού τα εμβλήματα των Michiel στο υπέρθυρο του εσωτερικού πύργου χρονολογούνται στο 1309 και ο θυρεός με τα αρχικά γοτθικά γράμματα (V και M) και την περικεφαλαία του Vidale Miani στο υπέρθυρο του εξωτερικού στο 1406, τότε αυτές είναι και οι κύριες κατασκευαστικές φάσεις τις porta stoppa στην ανατολική αποβάθρα του λιμανιού.
Λίγο πιο κάτω, περίπου στη μέση της ανατολικής πλευράς, υψώνεται σήμερα ένας τετράγωνος πύργος που προστάτευε την ανατολική πύλη της θάλασσας (posto alla porta Stoppa). Ο πύργος, που τη δεκαετία του 1950 κινδύνευε να πέσει, σώθηκε με τις αναστηλωτικές επεμβάσεις που έγιναν στο κάστρο και το μπούρτζι τη δεκαετία του 1960, με την επίβλεψη του αρχαιολόγου Ν. Γιαλούρη. Στην πρόσοψή του, που βρεχόταν όπως και τα τείχη αυτής της πλευράς από τη θάλασσα, είχε ύψος περίπου 20 μέτρα. Από αρχαιολογική άποψη είναι ένα από τα ενδιαφέροντα τμήματα του κάστρου, αφού συγκεντρώνει στην κατασκευή του αρκετές διαδοχικές οικοδομικές παρεμβάσεις
Αρχικά, εδώ υπήρχε μια πύλη, η portellum veterum, που επέτρεπε την επικοινωνία του εσωτερικού του κάστρου με τη θάλασσα. Όμως, επειδή αυτή βρισκόταν αρκετά χαμηλά, σχεδόν στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια της θάλασσας, πολλές φορές, κυρίως κατά τη διάρκεια καταιγίδων, τα νερά έμπαιναν μέσα από το άνοιγμά της στο εσωτερικό του κάστρου. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό να μην υπήρχε ούτε αποβάθρα σε αυτό το σημείο. Πίσω από την πύλη, στη μικρή πλατεία (piazzetta), υπήρχαν αρκετά δημόσια κτήρια και αποθήκες που ανήκαν στην τοπική βενετική διοίκηση. Τα θαλασσόνερα εμπόδιζαν τη φόρτωση αλλά και την εκφόρτωση των αγαθών από και προς τις αποθήκες, αλλά και τη συντήρησή τους σε αυτές. Έτσι, τον Ιούλιο του 1395, η Σύγκλητος αποφάσισε να κατασκευασθεί μια νέα πύλη στο λιμάνι, που θα προστατεύεται από τα νερά της θάλασσας.
Η ταύτιση της portellum veterum με τη σημερινή porta stoppa είναι δύσκολη. Αν ανατρέξουμε όμως στη μεταγενέστερη από την κατασκευή της πύλης ξυλογραφία του Erhard Reuwich του 1483, θα δούμε πάνω στην αποβάθρα και μπροστά από την επιβλητική πύλη έναν χαμηλό πύργο με επάλξεις, που η βάση του βρέχεται από τη θάλασσα. Πίσω από το χαμηλό πύργο υψώνεται ο επιβλητικός και τότε πύργος της porta stoppa. Η πύλη του βρίσκεται ψηλότερα από ό,τι στους άλλους πύργους, στο ύψος των επάλξεων του μπροστινού χαμηλού πύργου. Στο υπέρθυρο υπάρχει ένα τοξωτό άνοιγμα που φαίνεται να καλύπτεται από καφασωτό, προφανώς μεταλλικό. Πάνω από το υπέρθυρο, στο ύψος των επάλξεων του κάστρου, διακρίνεται μια πρόσθετη κατασκευή, ένας εξώστης με επάλξεις και ένα μικρό τετράγωνο παράθυρο στην ανατολή. Οι αντηρίδες που στηρίζουν την κατασκευή είναι τα πέτρινα φουρούσια που υπάρχουν και σήμερα στην κορυφή της ανατολικής πλευράς του πύργου. Σήμερα δεν υπάρχει αυτός ο χαμηλός, προστατευτικός πύργος, ούτε βέβαια και η ανατολική αποβάθρα του λιμανιού.
Αυτή η ανακατασκευή και θωράκιση της portellum veterum μετά την απόφαση του 1395, ήταν η δεύτερη φάση της κατασκευής του πύργου της porta stoppa, στην ανατολική αποβάθρα. Ο χρόνος της ολοκλήρωσης αυτής της φάσης υπολογίζεται ότι ήταν το 1406, όταν castellano στη Modon ήταν ο Vidale Miani. Ο παλιότερος πύργος της portellum veterum που ενσωματώθηκε στον καινούργιο της porta stoppa είναι κατασκευασμένος από ποταμόπετρες, ενώ η πρόσοψή του, όπως και στον προηγούμενο γωνιακό πύργο, είναι επενδυμένη με τετραγωνισμένους πωρόλιθους. Οι πωρόλιθοι προέρχονται βέβαια από το παλιότερο, αρχαίο κάστρο της Μοθώνης και ενσωματώθηκαν στο καινούργιο μεσαιωνικό, αφού διακοσμήθηκαν με τα εμβλήματα των Βενετών. Ένα τμήμα της εξωτερικής επιφάνειας του πύργου της portellum veterum, με το ανάγλυφο πορτρέτο του λιονταριού της Βενετίας στο υπέρθυρο και τους δυο πολύ φθαρμένους θυρεούς στα πλευρά του, φαίνονται σήμερα από το περιμετρικά φθαρμένο άνοιγμα της νεότερης πύλης της porta stoppa. Τα σχεδόν κατεστραμμένα εμβλήματα, δίπλα στο πορτρέτο του λιονταριού του Αγίου Μάρκου, δεν αναγνωρίζονται εύκολα, λόγω των σκαλιστών κομποσκοινιών που διατηρούνται αδρά γύρω τους, στη «φραγκισκανικών αρχών» οικογένεια των Michiel. Αφού το βενετικό κάστρο άρχισε να κατασκευάζεται μετά από απόφαση της Συγκλήτου τον Απρίλιο του 1923, πάνω στα λείψανα των ξεθεμελιωμένων αρχαίων και βυζαντινών οχυρώσεων, είναι λογικό ότι τα έργα αυτής της κατασκευής θα πρέπει να τελείωσαν περίπου το 1310. Όμως, το 1309, όταν τελείωναν οι εργασίες κατασκευής του κάστρου, consigliere στη Modon ήταν ο Giovanni Michiel, που φαίνεται ότι τοποθέτησε το οικόσημο των Michiel στη μικρή παλιά πύλη, “portellum veterum”.
Ο νέος πύργος, αφού ενσωμάτωσε τον παλιότερο στα τείχη, έδωσε περισσότερο πλάτος στην πρόσοψή του και έκανε πιο ογκώδη την κατασκευή. Στο εξωτερικό του πύργου και στο ανώτερο τμήμα του, κάτω από τα έξι φουρούσια της κορυφής, υπάρχει μια παράσταση του φτερωτού λιονταριού της Βενετίας και εκατέρωθεν του, δυο θυρεοί που αποδόθηκαν από τον Kevin Andrews στους Foscarini.
Αν όμως συγκρίνουμε τους δυο θυρεούς με αυτούς που υπάρχουν στην εντοιχισμένη πλάκα στην ανατολική πλευρά του προμαχώνα Bembo, που και πάλι κατά τον Andrews ανήκουν στους Foscarini, Bembo και Foscolo, θα δούμε ότι οι δυο θυρεοί του πύργου της porta stoppa μοιάζουν, αλλά δεν έχουν την ίδια οδοντωτή λοξή ταινία με αυτόν στην πλάκα του προμαχώνα του Bembο. Ακόμα, αφού προσδιορίζουμε το χρόνο της ανακατασκευής του πύργου από το 1395 μέχρι το 1406, οι δυο θυρεοί θα πρέπει να ανήκουν σε αξιωματούχους του κάστρου της Modon εκείνης της περιόδου. Από τη μελέτη των οικοσήμων των ευγενών οικογενειών της Βενετίας, οι θυρεοί φαίνεται ότι ταιριάζουν με τα οικόσημα των Gradenigo. Πράγματι, consigliere στη Modon από το 1396, όταν θα πρέπει να ξεκίνησε η κατασκευή της porta stoppa, μέχρι το 1405, όταν και τελείωσε το έργο, ήταν ο Gradenigo. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, γι ’αυτόν να τοποθετήσει θριαμβευτικά τους δυο θυρεούς στο ψηλότερο σημείο της επιβλητικής πια καινούργιας πύλης του λιμανιού. Άλλωστε, η οδηγία της Βενετίας ήταν σαφής. Εμβλήματα στο κάστρο θα μπορούσαν να αναρτούν μόνο όσοι από τους Βενετούς αξιωματούχους ζούσαν και διέμεναν στη Modon.
Λίγο χαμηλότερα, κάτω από το ανάγλυφο λιοντάρι και πάνω από το μικρό τετράγωνο άνοιγμα του παραθύρου του ορόφου του πύργου, υπάρχει ακόμα ένας θυρεός με μια ανάγλυφη περικεφαλαία στο κέντρο του και στις δυο πάνω γωνίες του, σε γοτθική γραφή, τα αρχικά V και M, που ανήκει στο Vidale Miani, castellano και έκτακτο προβλεπτή στη Μεθώνη το 1406. Ο Miani τοποθέτησε το θυρεό του σε αυτή την περίβλεπτη θέση, αφού ήταν αυτός που ολοκλήρωσε την ανακατασκευή του πύργου της πύλης της ανατολικής αποβάθρας του λιμανιού.
Αργότερα, κατά την α’ τουρκοκρατία, ο πύργος της porta stoppa ξαναεπισκευάστηκε. Ένα τμήμα αυτής της τουρκικής επέμβασης φαίνεται καλύτερα από την πλευρά του οικιστικού περιβόλου, στο εσωτερικό του κάστρου. Εκεί φαίνεται το γοτθικό, σαφώς ανατολίτικου τύπου εσωτερικό άνοιγμα της porta stoppa, προφανώς ανάλογο με το γκρεμισμένο εξωτερικό, που στεφανώνει το εσωτερικό άνοιγμα του παλιότερου πύργου. Στο ύψος του περιδρόμου των επάλξεων, ακριβώς στο υπέρθυρο, υπάρχει ένα ορθογώνιο άνοιγμα, που είναι η εξωτερική πόρτα στον πρώτο όροφο του πύργου. Περνώντας στο εσωτερικό του πύργου και πάνω από το ξύλινο γεφυράκι με την κουπαστή που οδηγεί, κάτω από μια εντυπωσιακή γοτθικού τύπου αψίδα με πωρόλιθους, στο μοναδικό τετράγωνο παράθυρο της εξωτερικής πλευράς του πύργου, βλέπουμε τους οδηγούς της παλαιότερης πόρτας που έκλεινε κατακόρυφα.
Από τη χρονολόγηση των θυρεών του πύργου, μπορεί να υπολογιστεί με σχετική προσέγγιση και ο χρόνος της κάθε οικοδομικής φάσης. Έτσι, αφού τα εμβλήματα των Michiel στο υπέρθυρο του εσωτερικού πύργου χρονολογούνται στο 1309 και ο θυρεός με τα αρχικά γοτθικά γράμματα (V και M) και την περικεφαλαία του Vidale Miani στο υπέρθυρο του εξωτερικού στο 1406, τότε αυτές είναι και οι κύριες κατασκευαστικές φάσεις τις porta stoppa στην ανατολική αποβάθρα του λιμανιού.